επερωτώ: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπερωτῶ, -άω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υποβάλλω]] [[επερώτηση]] στη Βουλή ή στη Γερουσία<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ρωτώ]], [[ζητώ]] να μάθω («ἐπερωτῶντας θυσίαις καὶ οἰωνοῑς ὅ, τι τε χρὴ ποιεῖν καὶ ὅ, τι μή», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[συμφωνώ]] με [[ομολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρωτώ]]<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]] [[ερώτηση]], [[υποβάλλω]] σε [[ψηφοφορία]] («τοὺς μὴ αἰτοῦντας [[μηδὲ]] λαβεῖν ἀξιοῦντας τὴν ἀρχὴν οὐδ' ἐπερωτᾱν προσῆκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπόσχομαι]]<br /><b>4.</b> [[υποβάλλω]] νέα [[ερώτηση]]<br /><b>7.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον («ἐπηρώτησαν αὐτὸν σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπιδεῖξαι αὐτοῖς», ΚΔ).
|mltxt=(AM ἐπερωτῶ, -άω)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υποβάλλω]] [[επερώτηση]] στη Βουλή ή στη Γερουσία<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ρωτώ]], [[ζητώ]] να μάθω («ἐπερωτῶντας θυσίαις καὶ οἰωνοῖς ὅ, τι τε χρὴ ποιεῖν καὶ ὅ, τι μή», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>(νομ.)</b> [[συμφωνώ]] με [[ομολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ρωτώ]]<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]] [[ερώτηση]], [[υποβάλλω]] σε [[ψηφοφορία]] («τοὺς μὴ αἰτοῦντας [[μηδὲ]] λαβεῖν ἀξιοῦντας τὴν ἀρχὴν οὐδ' ἐπερωτᾱν προσῆκεν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υπόσχομαι]]<br /><b>4.</b> [[υποβάλλω]] νέα [[ερώτηση]]<br /><b>7.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον («ἐπηρώτησαν αὐτὸν σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπιδεῖξαι αὐτοῖς», ΚΔ).
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

(AM ἐπερωτῶ, -άω)
νεοελλ.
υποβάλλω επερώτηση στη Βουλή ή στη Γερουσία
αρχ.-μσν.
ρωτώ, ζητώ να μάθω («ἐπερωτῶντας θυσίαις καὶ οἰωνοῖς ὅ, τι τε χρὴ ποιεῖν καὶ ὅ, τι μή», Ξεν.)
μσν.
(νομ.) συμφωνώ με ομολογία
αρχ.
1. ρωτώ
2. προβάλλω ερώτηση, υποβάλλω σε ψηφοφορία («τοὺς μὴ αἰτοῦντας μηδὲ λαβεῖν ἀξιοῦντας τὴν ἀρχὴν οὐδ' ἐπερωτᾱν προσῆκεν», Δημοσθ.)
3. υπόσχομαι
4. υποβάλλω νέα ερώτηση
7. παρακαλώ κάποιον («ἐπηρώτησαν αὐτὸν σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπιδεῖξαι αὐτοῖς», ΚΔ).