Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευσταλής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταλής]], -ές)<br />με [[ωραίο]] [[παράστημα]] και ευπρεπή [[ενδυμασία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευπρεπής]], [[κόσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατιώτη) ο [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>2.</b> ο [[ελαφρός]] («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>4.</b> [[ευμεταχείριστος]]<br /><b>5.</b> [[άνετος]], [[εύκολος]] («πλοῦς [[εὐσταλής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>7.</b> (για [[τροφή]]) σε κανονική [[ποσότητα]]<br /><b>8.</b> αυτός που έχει κανονική [[διατροφή]] («ταῖς διαίταις εὐσταλεῑς ὄντες», Δίων Κάσσ.)<br /><b>9.</b> (για ενδύματα) ο [[κομψός]]<br /><b>10.</b> αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῑς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσταλές</i><br />η κατάλληλη [[προετοιμασία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσταλῶς</i> (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)<br />ευπρεπώς, με [[σεμνότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό<br /><b>3.</b> (για επιδέσμους) [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εστάλην</i> του [[στέλλω]]), [[πρβλ]]. [[ασταλής]], [[μονοσταλής]]].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταλής]], -ές)<br />με [[ωραίο]] [[παράστημα]] και ευπρεπή [[ενδυμασία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευπρεπής]], [[κόσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατιώτη) ο [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>2.</b> ο [[ελαφρός]] («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>4.</b> [[ευμεταχείριστος]]<br /><b>5.</b> [[άνετος]], [[εύκολος]] («πλοῦς [[εὐσταλής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>7.</b> (για [[τροφή]]) σε κανονική [[ποσότητα]]<br /><b>8.</b> αυτός που έχει κανονική [[διατροφή]] («ταῖς διαίταις εὐσταλεῖς ὄντες», Δίων Κάσσ.)<br /><b>9.</b> (για ενδύματα) ο [[κομψός]]<br /><b>10.</b> αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῖς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσταλές</i><br />η κατάλληλη [[προετοιμασία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσταλῶς</i> (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)<br />ευπρεπώς, με [[σεμνότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό<br /><b>3.</b> (για επιδέσμους) [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εστάλην</i> του [[στέλλω]]), [[πρβλ]]. [[ασταλής]], [[μονοσταλής]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 13 October 2022

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐσταλής, -ές)
με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία
μσν.-αρχ.
ευπρεπής, κόσμιος
αρχ.
1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος
2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)
3. πρόσφορος, κατάλληλος
4. ευμεταχείριστος
5. άνετος, εύκολος («πλοῦς εὐσταλής», Σοφ.)
6. συμπαγής, στερεός
7. (για τροφή) σε κανονική ποσότητα
8. αυτός που έχει κανονική διατροφή («ταῖς διαίταις εὐσταλεῖς ὄντες», Δίων Κάσσ.)
9. (για ενδύματα) ο κομψός
10. αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῖς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», Πλούτ.)
11. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσταλές
η κατάλληλη προετοιμασία.
επίρρ...
εὐσταλῶς (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)
ευπρεπώς, με σεμνότητα
αρχ.
1. (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος
2. (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό
3. (για επιδέσμους) στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταλής (< εστάλην του στέλλω), πρβλ. ασταλής, μονοσταλής].