υγρότητα: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑγρότης]], -ητος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑγρότας, -ατος, ἁ, Α [[ὑγρός]]<br />η [[ιδιότητα]] του υγρού, η υγρή [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ευκαμψία]], [[ευλυγισία]]<br />β) [[χαλαρότητα]], [[αδυναμία]] («τοῦ ξίφους... δι' ὑγρότητα χειρὸς ἐξολισθόντος», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) (<b>για πρόσ.</b>) i) ήρεμη ψυχική [[διάθεση]], [[προσήνεια]]<br />ii) [[αδυναμία]] χαρακτήρα, [[υποχωρητικότητα]]<br />δ) (για τη [[φλόγα]] της φωτιάς) [[τρομώδης]] [[κίνηση]], [[τρεμούλιασμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑγρότης]] βίου» — [[τρυφηλός]], [[ηδυπαθής]] [[βίος]] <b>(Κρωβ.)</b>.
|mltxt=η / [[ὑγρότης]], -ητος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ὑγρότας]], -ατος, ἁ, Α [[ὑγρός]]<br />η [[ιδιότητα]] του υγρού, η υγρή [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ευκαμψία]], [[ευλυγισία]]<br />β) [[χαλαρότητα]], [[αδυναμία]] («τοῦ ξίφους... δι' ὑγρότητα χειρὸς ἐξολισθόντος», <b>Πλούτ.</b>)<br />γ) (<b>για πρόσ.</b>) i) ήρεμη ψυχική [[διάθεση]], [[προσήνεια]]<br />ii) [[αδυναμία]] χαρακτήρα, [[υποχωρητικότητα]]<br />δ) (για τη [[φλόγα]] της φωτιάς) [[τρομώδης]] [[κίνηση]], [[τρεμούλιασμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑγρότης]] βίου» — [[τρυφηλός]], [[ηδυπαθής]] [[βίος]] <b>(Κρωβ.)</b>.
}}
}}

Latest revision as of 10:03, 16 August 2022

Greek Monolingual

η / ὑγρότης, -ητος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑγρότας, -ατος, ἁ, Α ὑγρός
η ιδιότητα του υγρού, η υγρή κατάσταση
αρχ.
1. μτφ. α) ευκαμψία, ευλυγισία
β) χαλαρότητα, αδυναμία («τοῦ ξίφους... δι' ὑγρότητα χειρὸς ἐξολισθόντος», Πλούτ.)
γ) (για πρόσ.) i) ήρεμη ψυχική διάθεση, προσήνεια
ii) αδυναμία χαρακτήρα, υποχωρητικότητα
δ) (για τη φλόγα της φωτιάς) τρομώδης κίνηση, τρεμούλιασμα
2. φρ. «ὑγρότης βίου» — τρυφηλός, ηδυπαθής βίος (Κρωβ.).