εὔσχολος: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyscholos
|Transliteration C=eyscholos
|Beta Code=eu)/sxolos
|Beta Code=eu)/sxolos
|Definition=ον, [[unoccupied]], esp. by [[war]], Plb.4.32.6; [[leisured]], [[leisurely]], ἀναχώρησις Phld.Oec.p.64J.; εὔσχολος τὴν ψυχήν Hierocl. ap. Stob.4.22.24 (corr. Gaisf.): Comp. εὐσχολώτερος Teles p.47 H., M.Ant.4.24.
|Definition=εὔσχολον, [[unoccupied]], esp. by [[war]], Plb.4.32.6; [[leisured]], [[leisurely]], ἀναχώρησις Phld.Oec.p.64J.; εὔσχολος τὴν ψυχήν Hierocl. ap. Stob.4.22.24 (corr. Gaisf.): Comp. εὐσχολώτερος Teles p.47 H., M.Ant.4.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1101.png Seite 1101]] müßig, ruhig, Pol. 4, 32, 6; εὐσχολώτερος καὶ ἀταρακτότερος M. Ant. 4, 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1101.png Seite 1101]] müßig, ruhig, Pol. 4, 32, 6; εὐσχολώτερος καὶ ἀταρακτότερος M. Ant. 4, 24.
}}
{{ls
|lstext='''εὔσχολος''': -ον, ὁ σχολὴν ἄγων, ἰδίως ὁ μὴ ἀσχολούμενος εἰς πόλεμον, εὔσχολοι καὶ ἀπερίσπαστοι Λακεδαιμόνιοι γενηθέντες Πολύβ. 4. 32, 6· [[εὔσχολος]] τήν ψυχήν Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 32. - Ἐπίρρ. εὐσχόλως, Εὐστ. Θεσσαλ. ἔκδ. Μί. τ. 136, σ. 320: - Συγκρ. -ώτερος, Μ. Ἀντων. 3. 24.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a du loisir;<br /><i>Cp.</i> εὐσχολώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σχολή]].
|btext=ος, ον :<br />qui a du loisir;<br /><i>Cp.</i> εὐσχολώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σχολή]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔσχολος:''' [[незанятый]], [[свободный]] Polyb.
}}
{{ls
|lstext='''εὔσχολος''': -ον, ὁ σχολὴν ἄγων, ἰδίως ὁ μὴ ἀσχολούμενος εἰς πόλεμον, εὔσχολοι καὶ ἀπερίσπαστοι Λακεδαιμόνιοι γενηθέντες Πολύβ. 4. 32, 6· [[εὔσχολος]] τήν ψυχήν Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 32. - Ἐπίρρ. [[εὐσχόλως]], Εὐστ. Θεσσαλ. ἔκδ. Μί. τ. 136, σ. 320: - Συγκρ. -ώτερος, Μ. Ἀντων. 3. 24.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔσχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[εύκαιρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[είναι]] απασχολημένος ([[ιδίως]] σε πόλεμο)<br /><b>3.</b> [[ήσυχος]], [[ήρεμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί [[σοβαρά]], να αφοσιωθεί σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσχόλως</i> (Μ)<br />με εύσχολο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>σχολος</i>, <i>ομό</i>-<i>σχολος</i>].
|mltxt=[[εὔσχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[εύκαιρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[είναι]] απασχολημένος ([[ιδίως]] σε πόλεμο)<br /><b>3.</b> [[ήσυχος]], [[ήρεμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί [[σοβαρά]], να αφοσιωθεί σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐσχόλως]] (Μ)<br />με εύσχολο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]]), [[πρβλ]]. [[κακόσχολος]], [[ομόσχολος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔσχολος:''' незанятый, свободный Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔσχολος Medium diacritics: εὔσχολος Low diacritics: εύσχολος Capitals: ΕΥΣΧΟΛΟΣ
Transliteration A: eúscholos Transliteration B: euscholos Transliteration C: eyscholos Beta Code: eu)/sxolos

English (LSJ)

εὔσχολον, unoccupied, esp. by war, Plb.4.32.6; leisured, leisurely, ἀναχώρησις Phld.Oec.p.64J.; εὔσχολος τὴν ψυχήν Hierocl. ap. Stob.4.22.24 (corr. Gaisf.): Comp. εὐσχολώτερος Teles p.47 H., M.Ant.4.24.

German (Pape)

[Seite 1101] müßig, ruhig, Pol. 4, 32, 6; εὐσχολώτερος καὶ ἀταρακτότερος M. Ant. 4, 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a du loisir;
Cp. εὐσχολώτερος.
Étymologie: εὖ, σχολή.

Russian (Dvoretsky)

εὔσχολος: незанятый, свободный Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

εὔσχολος: -ον, ὁ σχολὴν ἄγων, ἰδίως ὁ μὴ ἀσχολούμενος εἰς πόλεμον, εὔσχολοι καὶ ἀπερίσπαστοι Λακεδαιμόνιοι γενηθέντες Πολύβ. 4. 32, 6· εὔσχολος τήν ψυχήν Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 32. - Ἐπίρρ. εὐσχόλως, Εὐστ. Θεσσαλ. ἔκδ. Μί. τ. 136, σ. 320: - Συγκρ. -ώτερος, Μ. Ἀντων. 3. 24.

Greek Monolingual

εὔσχολος, -ον (Α)
1. ο εύκαιρος
2. αυτός που δεν είναι απασχολημένος (ιδίως σε πόλεμο)
3. ήσυχος, ήρεμος
4. αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί σοβαρά, να αφοσιωθεί σε κάτι.
επίρρ...
εὐσχόλως (Μ)
με εύσχολο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχολος (< σχολή), πρβλ. κακόσχολος, ομόσχολος].