κανόνιον: Difference between revisions
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
m (LSJ1 replacement) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kanonion | |Transliteration C=kanonion | ||
|Beta Code=kano/nion | |Beta Code=kano/nion | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[small bar]] or [[rod]], Ph.''Bel.''74.11, Hero''Spir.''1.5, al., Apollod.''Poliorc.''182.6, Hero ''Bel.''77.1.<br><span class="bld">II</span> [[compass]], S.E.''M.'' 10.149, 153.<br><span class="bld">III</span> = [[σταμίς]], Poll.1.92.<br><span class="bld">IV</span> [[tabulation]], [[table]], Ptol.''Harm.''2.15, Gaud.Harm.22, Vett.Val.321sq.<br><span class="bld">V</span> [[correct list]], PLond.2.259.126(i A. D.).<br><span class="bld">VI</span> ''Dim. of'' [[κανών]] 1.10, Ptol.''Harm.''1.15(pl.), 2.13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] τό, dim. von [[κανών]], Luc. Harmon. 3; S. Emp. adv. phys. 2, 153 als mathem. Instrument. – Nach Poll. 1, 92 heißen auch in den Schiffen mit einem Verdeck so τὰ ξύλα, ἐφ' ὧν αἱ σανίδες ἐπίκεινται. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] τό, dim. von [[κανών]], Luc. Harmon. 3; S. Emp. adv. phys. 2, 153 als mathem. Instrument. – Nach Poll. 1, 92 heißen auch in den Schiffen mit einem Verdeck so τὰ ξύλα, ἐφ' ὧν αἱ σανίδες ἐπίκεινται. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰνόνιον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[маленькое правило]], [[известного рода или в некотором смысле критерий]] Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[измерительный прибор]], [[линейка]], [[мера]] Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κανόνιον]], τὸ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[διάγραμμα]] για τον καθορισμό του [[Πάσχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[ράβδος]] για [[μέτρηση]] γραμμών ή επιφανειών<br /><b>2.</b> [[διαβήτης]] ή όργανο για [[μέτρηση]] τόξων<br /><b>3.</b> καθένα από τα [[ορθά]] ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη του πλοίου<br /><b>4.</b> μαθηματικό [[διάγραμμα]]<br /><b>5.</b> (ως υποκορ. του [[κανών]]) όργανο που είχε μια [[χορδή]] και χρησιμοποιούνταν από τους θεωρητικούς μουσικούς, αλλ. μονόχορδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. [[λόγιον]], [[μαχαίριον]]]. | |mltxt=[[κανόνιον]], τὸ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[διάγραμμα]] για τον καθορισμό του [[Πάσχα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[ράβδος]] για [[μέτρηση]] γραμμών ή επιφανειών<br /><b>2.</b> [[διαβήτης]] ή όργανο για [[μέτρηση]] τόξων<br /><b>3.</b> καθένα από τα [[ορθά]] ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη του πλοίου<br /><b>4.</b> μαθηματικό [[διάγραμμα]]<br /><b>5.</b> (ως υποκορ. του [[κανών]]) όργανο που είχε μια [[χορδή]] και χρησιμοποιούνταν από τους θεωρητικούς μουσικούς, αλλ. μονόχορδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανών]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. [[λόγιον]], [[μαχαίριον]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A small bar or rod, Ph.Bel.74.11, HeroSpir.1.5, al., Apollod.Poliorc.182.6, Hero Bel.77.1.
II compass, S.E.M. 10.149, 153.
III = σταμίς, Poll.1.92.
IV tabulation, table, Ptol.Harm.2.15, Gaud.Harm.22, Vett.Val.321sq.
V correct list, PLond.2.259.126(i A. D.).
VI Dim. of κανών 1.10, Ptol.Harm.1.15(pl.), 2.13.
German (Pape)
[Seite 1321] τό, dim. von κανών, Luc. Harmon. 3; S. Emp. adv. phys. 2, 153 als mathem. Instrument. – Nach Poll. 1, 92 heißen auch in den Schiffen mit einem Verdeck so τὰ ξύλα, ἐφ' ὧν αἱ σανίδες ἐπίκεινται.
Russian (Dvoretsky)
κᾰνόνιον: τό
1 маленькое правило, известного рода или в некотором смысле критерий Luc.;
2 измерительный прибор, линейка, мера Sext.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνόνιον: το, ὑποκοριστ. τοῦ κανών, Ἥρων ἐν Μath. Vett. 251. II. = τῷ ἑπομ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 149, 153. ΙΙΙ. = σταμίς, Πολύδ. Α΄, 92. ΙV. διάγραμμα πρὸς εὕρεσιν τοῦ Πάσχα κλ., Μάξιμ. Ὁμολ. 1217C κἑξ.
Greek Monolingual
κανόνιον, τὸ (AM)
μσν.
διάγραμμα για τον καθορισμό του Πάσχα
αρχ.
1. μικρή ράβδος για μέτρηση γραμμών ή επιφανειών
2. διαβήτης ή όργανο για μέτρηση τόξων
3. καθένα από τα ορθά ξύλα που βρίσκονται στα πλαϊνά μέρη του πλοίου
4. μαθηματικό διάγραμμα
5. (ως υποκορ. του κανών) όργανο που είχε μια χορδή και χρησιμοποιούνταν από τους θεωρητικούς μουσικούς, αλλ. μονόχορδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανών + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. λόγιον, μαχαίριον].