πορευτικός: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poreftikos | |Transliteration C=poreftikos | ||
|Beta Code=poreutiko/s | |Beta Code=poreutiko/s | ||
|Definition=ή,όν, < | |Definition=ή,όν,<br><span class="bld">A</span> [[going on foot]], [[walking]], <b class="b3">τὰ π. ζῷα</b>, opp. [[πτηνά]], [[ἑρπυστικά]], [[νευστικά]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''487b16, al.; π. κίνησις Id.''de An.''432b14.<br><span class="bld">II</span> of or for a [[march]], τὰ π. διαστήματα Plb.12.19.7; π. ἀγωγή Id.12.20.6.<br><span class="bld">2</span> [[for conveyance]], <b class="b3">ὁ π. Ἀλεξανδρεῖνος στόλος</b>, of the cornfleet, ''IG''14.918 (ii A.D.); ὁ στόλος… ὁ ἐκ πλοίων πορευτικῶν ''Arch.Pap.''2.447 (Alexandria, ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0682.png Seite 682]] gehend, ζῷα, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0682.png Seite 682]] gehend, ζῷα, <span class="ggns">Gegensatz</span> von πτηνά, Arist. H. A. 8, 1 part. anim. 1, 3 u. Sp. – Zum Gange, Marsche gehörig; τὰ πορευτικὰ διαστήματα, Pol. 12, 19, 7; [[ἀγωγή]], 12, 20, 6. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πορευτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[способный передвигаться по земле]] (ζῷα Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[касающийся хождения]]: ἡ πορευτικὴ [[κίνησις]] Arst. хождение;<br /><b class="num">3</b> воен. [[касающийся перехода]], [[походный]], [[маршевый]] (διαστήματα Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πορευτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να πορεύεται, να βαδίζει («τὰ δὲ πορευτικά, [[οἷον]] τὸ τῶν καρκίνων [[γένος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πορεία]], [[οδοιπορικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πορευτικά κύτταρα»<br /><b>ανατ.</b> [[ονομασία]] τών [[λευκών]] αιμοσφαιρίων τα οποία απαντούν στον συνδετικό ιστό υπό διάφορες μορφές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πλοία) αυτά που συνοδεύουν τα πλοία που μεταφέρουν σίτο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πορευτικός]] [[στόλος]]» — ναυτική [[δύναμη]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[πορευτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[πορεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να πορεύεται, να βαδίζει («τὰ δὲ πορευτικά, [[οἷον]] τὸ τῶν καρκίνων [[γένος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πορεία]], [[οδοιπορικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πορευτικά κύτταρα»<br /><b>ανατ.</b> [[ονομασία]] τών [[λευκών]] αιμοσφαιρίων τα οποία απαντούν στον συνδετικό ιστό υπό διάφορες μορφές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πλοία) αυτά που συνοδεύουν τα πλοία που μεταφέρουν σίτο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πορευτικός]] [[στόλος]]» — ναυτική [[δύναμη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 24 November 2023
English (LSJ)
ή,όν,
A going on foot, walking, τὰ π. ζῷα, opp. πτηνά, ἑρπυστικά, νευστικά, Arist.HA487b16, al.; π. κίνησις Id.de An.432b14.
II of or for a march, τὰ π. διαστήματα Plb.12.19.7; π. ἀγωγή Id.12.20.6.
2 for conveyance, ὁ π. Ἀλεξανδρεῖνος στόλος, of the cornfleet, IG14.918 (ii A.D.); ὁ στόλος… ὁ ἐκ πλοίων πορευτικῶν Arch.Pap.2.447 (Alexandria, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 682] gehend, ζῷα, Gegensatz von πτηνά, Arist. H. A. 8, 1 part. anim. 1, 3 u. Sp. – Zum Gange, Marsche gehörig; τὰ πορευτικὰ διαστήματα, Pol. 12, 19, 7; ἀγωγή, 12, 20, 6.
Russian (Dvoretsky)
πορευτικός:
1 способный передвигаться по земле (ζῷα Arst.);
2 касающийся хождения: ἡ πορευτικὴ κίνησις Arst. хождение;
3 воен. касающийся перехода, походный, маршевый (διαστήματα Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
πορευτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ πορεύηται, ὁ περιπατῶν, τὰ π. ζῷα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πτηνά, ἑρπυστικά, νευστικά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 19, κ. ἀλλ.· π. κίνησις ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 3. 9, 5. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πορείαν, τὰ π. διαστήματα Πολύβ. 12. 19, 7, πρβλ. 12. 20, 6· ὁ π. στόλος, ναυτικὴ δύναμις, Συλλ. Ἐπιγρ. 5889.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πορευτικός, -ή, -όν, ΝΑ πορεύω
1. αυτός που μπορεί να πορεύεται, να βαδίζει («τὰ δὲ πορευτικά, οἷον τὸ τῶν καρκίνων γένος», Αριστοτ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πορεία, οδοιπορικός
νεοελλ.
φρ. «πορευτικά κύτταρα»
ανατ. ονομασία τών λευκών αιμοσφαιρίων τα οποία απαντούν στον συνδετικό ιστό υπό διάφορες μορφές
αρχ.
1. (για πλοία) αυτά που συνοδεύουν τα πλοία που μεταφέρουν σίτο
2. φρ. «πορευτικός στόλος» — ναυτική δύναμη.