συμμεταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symmetapipto
|Transliteration C=symmetapipto
|Beta Code=summetapi/ptw
|Beta Code=summetapi/ptw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[change along with]], τοῖς αὐτομολοῦσιν <span class="bibl">Aeschin.3.75</span>; τῷ συμφέροντι <span class="bibl">Arist.<span class="title">MM</span>1209b16</span>, cf. Gal.17(2).569, 18(2).203; τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ <span class="title">AP</span>9.584.14.</span>
|Definition=[[change along with]], τοῖς αὐτομολοῦσιν Aeschin.3.75; τῷ συμφέροντι Arist.''MM''1209b16, cf. Gal.17(2).569, 18(2).203; τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ ''AP''9.584.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] (s. [[πίπτω]]), mit umfallen, umschlagen, sich ändern, τινί, Pol. 9, 23, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0981.png Seite 981]] (s. [[πίπτω]]), mit umfallen, umschlagen, sich ändern, τινί, Pol. 9, 23, 8.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[déchoir]] <i>ou</i> dégénérer avec, τινι;<br /><b>2</b> [[tomber d'accord avec]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταπίπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμμεταπίπτω:''' [[одновременно претерпевать изменения]], [[соответственно меняться]] (τινί Aesch., Arst., Anth.): σ. ταῖς χρείαις Plut. меняться в зависимости от потребностей.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμεταπίπτω''': [[ὁμοῦ]] [[μεταπίπτω]], συμμεταβάλλομαι, τοῖς αὐτομολοῦσιν Αἰσχίν. 64. 22· τῷ συμφέροντι Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 11, 18· τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ Ἀνθ. Π. 9. 584, 14.
|lstext='''συμμεταπίπτω''': [[ὁμοῦ]] [[μεταπίπτω]], συμμεταβάλλομαι, τοῖς αὐτομολοῦσιν Αἰσχίν. 64. 22· τῷ συμφέροντι Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 11, 18· τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ Ἀνθ. Π. 9. 584, 14.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> déchoir <i>ou</i> dégénérer avec, τινι;<br /><b>2</b> tomber d’accord avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταπίπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμεταπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], μεταβάλλομαι, μετασχηματίζομαι, [[αλλάζω]] από κοινού με άλλους, με δοτ., σε Αισχίν.
|lsmtext='''συμμεταπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], μεταβάλλομαι, μετασχηματίζομαι, [[αλλάζω]] από κοινού με άλλους, με δοτ., σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμεταπίπτω:''' [[одновременно претерпевать изменения]], [[соответственно меняться]] (τινί Aesch., Arst., Anth.): σ. ταῖς χρείαις Plut. меняться в зависимости от потребностей.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[πεσοῦμαι]]<br />to [[change]] [[along]] with others, c. dat., Aeschin.
|mdlsjtxt=fut. -[[πεσοῦμαι]]<br />to [[change]] [[along]] with others, c. dat., Aeschin.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταπίπτω Medium diacritics: συμμεταπίπτω Low diacritics: συμμεταπίπτω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: symmetapíptō Transliteration B: symmetapiptō Transliteration C: symmetapipto Beta Code: summetapi/ptw

English (LSJ)

change along with, τοῖς αὐτομολοῦσιν Aeschin.3.75; τῷ συμφέροντι Arist.MM1209b16, cf. Gal.17(2).569, 18(2).203; τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ AP9.584.14.

German (Pape)

[Seite 981] (s. πίπτω), mit umfallen, umschlagen, sich ändern, τινί, Pol. 9, 23, 8.

French (Bailly abrégé)

1 déchoir ou dégénérer avec, τινι;
2 tomber d'accord avec.
Étymologie: σύν, μεταπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταπίπτω: одновременно претерпевать изменения, соответственно меняться (τινί Aesch., Arst., Anth.): σ. ταῖς χρείαις Plut. меняться в зависимости от потребностей.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταπίπτω: ὁμοῦ μεταπίπτω, συμμεταβάλλομαι, τοῖς αὐτομολοῦσιν Αἰσχίν. 64. 22· τῷ συμφέροντι Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 11, 18· τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ Ἀνθ. Π. 9. 584, 14.

Greek Monolingual

Α
μεταβάλλομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταπίπτω «μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι»].

Greek Monotonic

συμμεταπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, μεταβάλλομαι, μετασχηματίζομαι, αλλάζω από κοινού με άλλους, με δοτ., σε Αισχίν.

Middle Liddell

fut. -πεσοῦμαι
to change along with others, c. dat., Aeschin.