ἀναγκαστός: Difference between revisions

m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anagkastos
|Transliteration C=anagkastos
|Beta Code=a)nagkasto/s
|Beta Code=a)nagkasto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[forced]], [[constrained]], <span class="bibl">Hdt.6.58</span>; ἀ. στρατεύοντες <span class="bibl">Th.7.58</span>, cf. <span class="bibl">8.24</span>; ἀ. τροφή <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>47</span> (<span class="bibl">23</span>).<span class="bibl">59</span>. Adv. -τῶς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>366a</span>; opp. [[ἑκουσίως]], <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Pet.</span>5.2</span>.</span>
|Definition=ἀναγκαστή, ἀναγκαστόν, [[forced]], [[constrained]], [[Herodotus|Hdt.]]6.58; ἀ. στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24; ἀ. τροφή Aristid.''Or.''47 (23).59. Adv. [[ἀναγκαστῶς]] = [[by force]] Pl.''Ax.''366a; opp. [[ἑκουσίως]], ''1 Ep.Pet.''5.2.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀναγκαστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ἀναγκαζόμενος, ὁ ἐκτελῶν τι [[ἐναντίον]] τῆς θελήσεώς του, ἀναγκαστοὺς εἰς τὸ [[κῆδος]] ἰέναι Ἡρόδ. 6. 58· ἀναγκαστοὶ στρατεύοντες, χωρὶς αὐτοὶ νά θέλουν, Θουκ. 7. 58, πρβλ. 8. 24. ‒ Ἐπίρρ. -τῶς Πλάτ. Ἀξ. 366Α.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[obligado]], [[forzado]] de pers., Hdt.6.58, D.C.36.53.4, στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24, τροφή Aristid.<i>Or</i>.47.59.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀναγκαστῶς]] = [[a la fuerza]] Pl.<i>Ax</i>.366a, 1<i>Ep.Petr</i>.5.2, I.<i>AI</i> 18.37, Cyr.H.<i>Catech</i>.4.34.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />contraint, forcé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναγκάζω]].
|btext=ή, όν :<br />[[contraint]], [[forcé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναγκάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναγκαστός:''' [[вынужденный]], [[принужденный]] Her.: ἐκ καταλόγου ἀναγκαστοί Thuc. внесенные в список военнообязанных.
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[obligado]], [[forzado]] de pers., Hdt.6.58, D.C.36.53.4, στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24, τροφή Aristid.<i>Or</i>.47.59.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[a la fuerza]] Pl.<i>Ax</i>.366a, 1<i>Ep.Petr</i>.5.2, I.<i>AI</i> 18.37, Cyr.H.<i>Catech</i>.4.34.
|lstext='''ἀναγκαστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ἀναγκαζόμενος, ὁ ἐκτελῶν τι [[ἐναντίον]] τῆς θελήσεώς του, ἀναγκαστοὺς εἰς τὸ [[κῆδος]] ἰέναι Ἡρόδ. 6. 58· ἀναγκαστοὶ στρατεύοντες, χωρὶς αὐτοὶ νά θέλουν, Θουκ. 7. 58, πρβλ. 8. 24. ‒ Ἐπίρρ. -τῶς Πλάτ. Ἀξ. 366Α.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναγκαστός:''' -ή, -όν ([[ἀναγκάζω]]), [[εξαναγκαστικός]], επιβαλλόμενος δια της βίας, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. στρατεύειν</i>, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό, να υπηρετήσει στρατιωτική [[θητεία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀναγκαστός:''' -ή, -όν ([[ἀναγκάζω]]), [[εξαναγκαστικός]], επιβαλλόμενος δια της βίας, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. στρατεύειν</i>, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό, να υπηρετήσει στρατιωτική [[θητεία]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναγκαστός:''' [[вынужденный]], [[принужденный]] Her.: ἐκ καταλόγου ἀναγκαστοί Thuc. внесенные в список военнообязанных.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀναγκάζω]]<br />[[forced]], constrained, Hdt.; ἀν. στρατεύειν pressed [[into]] the [[service]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[ἀναγκάζω]]<br />[[forced]], constrained, Hdt.; ἀν. στρατεύειν pressed [[into]] the [[service]], Thuc.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 4 September 2023

English (LSJ)

ἀναγκαστή, ἀναγκαστόν, forced, constrained, Hdt.6.58; ἀ. στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24; ἀ. τροφή Aristid.Or.47 (23).59. Adv. ἀναγκαστῶς = by force Pl.Ax.366a; opp. ἑκουσίως, 1 Ep.Pet.5.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 obligado, forzado de pers., Hdt.6.58, D.C.36.53.4, στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24, τροφή Aristid.Or.47.59.
2 adv. ἀναγκαστῶς = a la fuerza Pl.Ax.366a, 1Ep.Petr.5.2, I.AI 18.37, Cyr.H.Catech.4.34.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
contraint, forcé.
Étymologie: ἀναγκάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναγκαστός: вынужденный, принужденный Her.: ἐκ καταλόγου ἀναγκαστοί Thuc. внесенные в список военнообязанных.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγκαστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ἀναγκαζόμενος, ὁ ἐκτελῶν τι ἐναντίον τῆς θελήσεώς του, ἀναγκαστοὺς εἰς τὸ κῆδος ἰέναι Ἡρόδ. 6. 58· ἀναγκαστοὶ στρατεύοντες, χωρὶς αὐτοὶ νά θέλουν, Θουκ. 7. 58, πρβλ. 8. 24. ‒ Ἐπίρρ. -τῶς Πλάτ. Ἀξ. 366Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό
ἀναγκαστός, -ή, -όν) ἀναγκάζω
αυτός που κάνει κάτι βιαστικά, ο βιαστικός
αρχ.
αυτός που εξαναγκάζεται, που πιέζεται να κάνει κάτι.

Greek Monotonic

ἀναγκαστός: -ή, -όν (ἀναγκάζω), εξαναγκαστικός, επιβαλλόμενος δια της βίας, σε Ηρόδ.· ἀν. στρατεύειν, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό, να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀναγκάζω
forced, constrained, Hdt.; ἀν. στρατεύειν pressed into the service, Thuc.