ὁμοιόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoiomorfos
|Transliteration C=omoiomorfos
|Beta Code=o(moio/morfos
|Beta Code=o(moio/morfos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of like form]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.12U.</span>, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Sens.</span>24.19</span>.</span>
|Definition=ὁμοιόμορφον, [[of like form]], Epicur.''Ep.''1p.12U., Alex.Aphr.''in Sens.''24.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0335.png Seite 335]] von ähnlicher Gestalt, D. L. 10, 49.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0335.png Seite 335]] von ähnlicher Gestalt, D. L. 10, 49.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοιόμορφος:''' [[сходный по форме]] Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμοιόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[μορφή]] με άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κρυστάλλους) αυτός που παρουσιάζει στενές αναλογίες με άλλον στο κρυσταλλικό του [[πλέγμα]] και στις κρυσταλλικές του μορφές<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> (για όργανα) αυτός που ταυτίζεται με άλλον ως [[προς]] το [[μέγεθος]] και τη [[δομή]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ομοιόμορφο</i><br />η [[ομοιομορφία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <b>φυσ.</b> α) «ομοιόμορφη [[κίνηση]]» — [[κίνηση]] με σταθερή [[ταχύτητα]]<br />β) «ομοιόμορφο [[πεδίο]]» — διανυσματικό [[πεδίο]] που έχει σε όλα τα [[σημεία]] του την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]], την [[ίδια]] [[φορά]] και την [[ίδια]] [[ένταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιομόρφως</i> και <i>ομοιόμορφα</i><br />με ομοιόμορφο τρόπο, με [[ομοιομορφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>μορφος</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homeomorph</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁμοιόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[μορφή]] με άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για κρυστάλλους) αυτός που παρουσιάζει στενές αναλογίες με άλλον στο κρυσταλλικό του [[πλέγμα]] και στις κρυσταλλικές του μορφές<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> (για όργανα) αυτός που ταυτίζεται με άλλον ως [[προς]] το [[μέγεθος]] και τη [[δομή]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ομοιόμορφο</i><br />η [[ομοιομορφία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> <b>φυσ.</b> α) «ομοιόμορφη [[κίνηση]]» — [[κίνηση]] με σταθερή [[ταχύτητα]]<br />β) «ομοιόμορφο [[πεδίο]]» — διανυσματικό [[πεδίο]] που έχει σε όλα τα [[σημεία]] του την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]], την [[ίδια]] [[φορά]] και την [[ίδια]] [[ένταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιομόρφως</i> και <i>ομοιόμορφα</i><br />με ομοιόμορφο τρόπο, με [[ομοιομορφία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>μορφος</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homeomorph</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοιόμορφος:''' [[сходный по форме]] Diog. L.
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιόμορφος Medium diacritics: ὁμοιόμορφος Low diacritics: ομοιόμορφος Capitals: ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: homoiómorphos Transliteration B: homoiomorphos Transliteration C: omoiomorfos Beta Code: o(moio/morfos

English (LSJ)

ὁμοιόμορφον, of like form, Epicur.Ep.1p.12U., Alex.Aphr.in Sens.24.19.

German (Pape)

[Seite 335] von ähnlicher Gestalt, D. L. 10, 49.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιόμορφος: сходный по форме Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιόμορφος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν μορφήν, Διογ. Λ. 10. 49.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμοιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον
νεοελλ.
1. (για κρυστάλλους) αυτός που παρουσιάζει στενές αναλογίες με άλλον στο κρυσταλλικό του πλέγμα και στις κρυσταλλικές του μορφές
2. βιολ. (για όργανα) αυτός που ταυτίζεται με άλλον ως προς το μέγεθος και τη δομή
3. το ουδ. ως ουσ. το ομοιόμορφο
η ομοιομορφία
4. φρ. φυσ. α) «ομοιόμορφη κίνηση» — κίνηση με σταθερή ταχύτητα
β) «ομοιόμορφο πεδίο» — διανυσματικό πεδίο που έχει σε όλα τα σημεία του την ίδια κατεύθυνση, την ίδια φορά και την ίδια ένταση.
επίρρ...
ομοιομόρφως και ομοιόμορφα
με ομοιόμορφο τρόπο, με ομοιομορφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ-μορφος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homeomorph].