τοπογραφία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
m (Text replacement - "']]" to "]]'")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=topografia
|Transliteration C=topografia
|Beta Code=topografi/a
|Beta Code=topografi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[description of a country]], [[topography]], <span class="bibl">Id.8.1.3</span> (pl.); <b class="b3">τῶν ἠπείρων</b> ib.''1'', cf. <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Geog.</span> 1.1.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Astrol., [[description of a 'region]]', Petos. ap. <span class="bibl">Vett.Val. 125.22</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[description of a country]], [[topography]], Id.8.1.3 (pl.); <b class="b3">τῶν ἠπείρων</b> ib.''1'', cf. Ptol.''Geog.'' 1.1.5.<br><span class="bld">2</span> Astrol., [[description of a 'region]]', Petos. ap. Vett.Val. 125.22.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπογρᾰφία Medium diacritics: τοπογραφία Low diacritics: τοπογραφία Capitals: ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: topographía Transliteration B: topographia Transliteration C: topografia Beta Code: topografi/a

English (LSJ)

ἡ,
A description of a country, topography, Id.8.1.3 (pl.); τῶν ἠπείρων ib.1, cf. Ptol.Geog. 1.1.5.
2 Astrol., description of a 'region', Petos. ap. Vett.Val. 125.22.

German (Pape)

[Seite 1129] ἡ, Beschreibung eines Ortes, einer Gegend, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

τοπογρᾰφία: ἡ, καθορισμὸς καὶ περιγραφὴ τόπου τινὸς ἢ χώρας, Πρόκλ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 318, 35, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
1. εφαρμοσμένη επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση ακριβών μετρήσεων, μεγάλης σχετικά κλίμακας, γήινων επιφανειών
2. (κατ' επέκτ.) η περιγραφή της διαμόρφωσης ενός τόπου
αρχ.
1. η περιγραφή ενός τόπου
2. αστρολ. η περιγραφή περιοχών του ουράνιου θόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοπογράφος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. topography].