θεωρητός: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "Secund.''Sent.''" to "Secund.''Sent.''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theoritos
|Transliteration C=theoritos
|Beta Code=qewrhto/s
|Beta Code=qewrhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that may be seen]], <span class="bibl">D.S.14.60</span>; <b class="b3">ὄψει θ</b>. <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>9.4</span>; θ. κατασκεύασμα <span class="bibl">Secund.<span class="title">Sent.</span>1</span>; of certain days in disease, to [[be watched]] (cf. [[ἐπίδηλος]] <span class="bibl">11.1</span>), <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>2.24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of the mind, to [[be reached by contemplation]], τοὺς διὰ λόγου θ. χρόνους <span class="bibl">Epicur. <span class="title">Ep.</span>1p.10U.</span>; <b class="b3">θεοὺς λόγῳ θ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>355</span>, cf. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>37</span>; opp. [[ἐμφανής]], Plu.2.722d; [[λόγῳ]] ib.876c. Adv. -τῶς Gal.18(1).363.</span>
|Definition=θεωρητή, θεωρητόν,<br><span class="bld">A</span> [[that may be seen]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.60; <b class="b3">ὄψει θ.</b> Ael.''NA''9.4; θ. κατασκεύασμα [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''1; of certain days in disease, to [[be watched]] (cf. [[ἐπίδηλος]] II.1), Hp.''Aph.''2.24.<br><span class="bld">2</span> of the mind, to [[be reached by contemplation]], τοὺς διὰ λόγου θ. χρόνους Epicur. ''Ep.''1p.10U.; <b class="b3">θεοὺς λόγῳ θ.</b> Id.''Fr.''355, cf. Phld.''Sign.''37; opp. [[ἐμφανής]], Plu.2.722d; [[λόγῳ]] ib.876c. Adv. [[θεωρητῶς]] Gal.18(1).363.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1205.png Seite 1205]] beschaut, betrachtet, zu betrachten; οὐδὲ ταύτην ὄψει θεωρητήν, nicht mit den Augen wahrzunehmen, Ael. H. A. 9, 6; neben ἀκο υστός D. Sic. 14, 60; bes. geistig zu erkennen, Plut. plac., phil. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1205.png Seite 1205]] beschaut, betrachtet, zu betrachten; οὐδὲ ταύτην ὄψει θεωρητήν, nicht mit den Augen wahrzunehmen, Ael. H. A. 9, 6; neben ἀκο υστός D. Sic. 14, 60; bes. geistig zu erkennen, Plut. plac., phil. oft.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu'on peut observer, visible;<br /><b>2</b> qu'on peut contempler, observer par l'intelligence.<br />'''Étymologie:''' [[θεωρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θεωρητός:'''<br /><b class="num">1</b> [[наблюдаемый]], [[видимый]], [[заметный]] ([[μέρος]] [[ἔτι]] θ. Arst.; θ. καὶ [[ἀκουστός]] Diod.; κινήματα τοῦ ἀέρος Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[доступный умозрению]], [[созерцаемый]], [[постигаемый]] (λόγῳ Plut. и διὰ λόγου Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεωρητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Διόδ. 14. 60, Αἰλ. π. Ζ. 9. 6· ἐπὶ νόσου, ἣν πρέπει νὰ παραφυλάττῃ τις καὶ ἐξετάζῃ ἐν σχέσει πρὸς ἐπερχομένην κρίσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245· πρβλ. [[ἐπίδηλος]]. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ διὰ θεωρίας, Πλούτ. 2. 722B· λόγῳ, διὰ τοῦ λογικοῦ, [[αὐτόθι]] 876C· διὰ λόγου Διογ. Λ. 10. 47.
|lstext='''θεωρητός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Διόδ. 14. 60, Αἰλ. π. Ζ. 9. 6· ἐπὶ νόσου, ἣν πρέπει νὰ παραφυλάττῃ τις καὶ ἐξετάζῃ ἐν σχέσει πρὸς ἐπερχομένην κρίσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245· πρβλ. [[ἐπίδηλος]]. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ διὰ θεωρίας, Πλούτ. 2. 722B· λόγῳ, διὰ τοῦ λογικοῦ, [[αὐτόθι]] 876C· διὰ λόγου Διογ. Λ. 10. 47.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’on peut observer, visible;<br /><b>2</b> qu’on peut contempler, observer par l’intelligence.<br />'''Étymologie:''' [[θεωρέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεωρητός]], -ή, -όν (Α) [[θεωρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[επίδηλος]], αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη [[κρίση]]<br /><b>3.</b> (για [[διάνοια]]) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει [[κάποιος]] με τη [[θεωρία]] («τὸν θεωρητὸν βίον»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεωρητῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] τρόπο θεωρητό.
|mltxt=[[θεωρητός]], -ή, -όν (Α) [[θεωρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[επίδηλος]], αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη [[κρίση]]<br /><b>3.</b> (για [[διάνοια]]) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει [[κάποιος]] με τη [[θεωρία]] («τὸν θεωρητὸν βίον»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θεωρητῶς</i> (Α)<br />[[κατά]] τρόπο θεωρητό.
}}
{{elru
|elrutext='''θεωρητός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[наблюдаемый]], [[видимый]], [[заметный]] ([[μέρος]] [[ἔτι]] θ. Arst.; θ. καὶ [[ἀκουστός]] Diod.; κινήματα τοῦ ἀέρος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[доступный умозрению]], [[созерцаемый]], [[постигаемый]] (λόγῳ Plut. и διὰ λόγου Diog. L.).
}}
}}

Latest revision as of 22:53, 12 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρητός Medium diacritics: θεωρητός Low diacritics: θεωρητός Capitals: ΘΕΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: theōrētós Transliteration B: theōrētos Transliteration C: theoritos Beta Code: qewrhto/s

English (LSJ)

θεωρητή, θεωρητόν,
A that may be seen, D.S.14.60; ὄψει θ. Ael.NA9.4; θ. κατασκεύασμα Secund.Sent.1; of certain days in disease, to be watched (cf. ἐπίδηλος II.1), Hp.Aph.2.24.
2 of the mind, to be reached by contemplation, τοὺς διὰ λόγου θ. χρόνους Epicur. Ep.1p.10U.; θεοὺς λόγῳ θ. Id.Fr.355, cf. Phld.Sign.37; opp. ἐμφανής, Plu.2.722d; λόγῳ ib.876c. Adv. θεωρητῶς Gal.18(1).363.

German (Pape)

[Seite 1205] beschaut, betrachtet, zu betrachten; οὐδὲ ταύτην ὄψει θεωρητήν, nicht mit den Augen wahrzunehmen, Ael. H. A. 9, 6; neben ἀκο υστός D. Sic. 14, 60; bes. geistig zu erkennen, Plut. plac., phil. oft.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu'on peut observer, visible;
2 qu'on peut contempler, observer par l'intelligence.
Étymologie: θεωρέω.

Russian (Dvoretsky)

θεωρητός:
1 наблюдаемый, видимый, заметный (μέρος ἔτι θ. Arst.; θ. καὶ ἀκουστός Diod.; κινήματα τοῦ ἀέρος Plut.);
2 доступный умозрению, созерцаемый, постигаемый (λόγῳ Plut. и διὰ λόγου Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

θεωρητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Διόδ. 14. 60, Αἰλ. π. Ζ. 9. 6· ἐπὶ νόσου, ἣν πρέπει νὰ παραφυλάττῃ τις καὶ ἐξετάζῃ ἐν σχέσει πρὸς ἐπερχομένην κρίσιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245· πρβλ. ἐπίδηλος. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, ὃν δύναταί τις νὰ φθάσῃ διὰ θεωρίας, Πλούτ. 2. 722B· λόγῳ, διὰ τοῦ λογικοῦ, αὐτόθι 876C· διὰ λόγου Διογ. Λ. 10. 47.

Greek Monolingual

θεωρητός, -ή, -όν (Α) θεωρώ
1. αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει κανείς
2. (για νόσο) επίδηλος, αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη κρίση
3. (για διάνοια) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει κάποιος με τη θεωρία («τὸν θεωρητὸν βίον»).
επίρρ...
θεωρητῶς (Α)
κατά τρόπο θεωρητό.