ἀρσενικόν: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arsenikon | |Transliteration C=arsenikon | ||
|Beta Code=a)rseniko/n | |Beta Code=a)rseniko/n | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[yellow orpiment]], Arist.Pr.966b28, Thphr.Lap.40 (ἀρρεν-), Dsc.5.104, Str.15.2.14, Lyc. ap. Orib.8.25.15:—also [[ἀρρενική]], ἡ, Gall.12.212. (Cf. Hebr. zarnī́q.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0361.png Seite 361]] τό, Arsenik, Galen.; auch [[ἀρσενίκιον]], Arist. plant. 2, 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0361.png Seite 361]] τό, Arsenik, Galen.; auch [[ἀρσενίκιον]], Arist. plant. 2, 4. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρσενικόν:''' τό предполож. [[желтый аурипигмент]], по друг. [[мышьяк]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρσενικόν]] και [[ἀρρενικόν]], το και [[ἀρρενική]], η (Α)<br />η κίτρινη [[σανδαράχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., ανατολικής προελεύσεως. Ο τ. ανάγεται στο περσ. <i>zarn</i><i>ī</i><i>q</i> «[[χρυσός]], αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χρυσού» ([[πρβλ]]. νεώτ. περσ.-αραβ. <i>zarn</i><i>ī</i><i>x</i>, <i>zarn</i><i>ī</i><i>q</i> «[[αρσενικό]]»). Στην Ελληνική εισήχθη μέσω της Σημιτικής ([[πρβλ]]. συρ. <i>zarn</i><i>ī</i><i>ka</i> «[[αρσενικό]]»), [[αφού]] συσχετίστηκε παρετυμολογικά με τους τ. [[αρρενικός]], [[αρσενικός]]]. | |mltxt=[[ἀρσενικόν]] και [[ἀρρενικόν]], το και [[ἀρρενική]], η (Α)<br />η κίτρινη [[σανδαράχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., ανατολικής προελεύσεως. Ο τ. ανάγεται στο περσ. <i>zarn</i><i>ī</i><i>q</i> «[[χρυσός]], αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χρυσού» ([[πρβλ]]. νεώτ. περσ.-αραβ. <i>zarn</i><i>ī</i><i>x</i>, <i>zarn</i><i>ī</i><i>q</i> «[[αρσενικό]]»). Στην Ελληνική εισήχθη μέσω της Σημιτικής ([[πρβλ]]. συρ. <i>zarn</i><i>ī</i><i>ka</i> «[[αρσενικό]]»), [[αφού]] συσχετίστηκε παρετυμολογικά με τους τ. [[αρρενικός]], [[αρσενικός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, yellow orpiment, Arist.Pr.966b28, Thphr.Lap.40 (ἀρρεν-), Dsc.5.104, Str.15.2.14, Lyc. ap. Orib.8.25.15:—also ἀρρενική, ἡ, Gall.12.212. (Cf. Hebr. zarnī́q.)
German (Pape)
[Seite 361] τό, Arsenik, Galen.; auch ἀρσενίκιον, Arist. plant. 2, 4.
Russian (Dvoretsky)
ἀρσενικόν: τό предполож. желтый аурипигмент, по друг. мышьяк Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρσενικόν: τό, κίτρινον θειοῦχον ἀρσενικὸν (οὐχὶ τὸ κοινῶς λεγόμενον ἀρσενικόν), Ἀριστ. Πρβλ. 38. 2, Θεοφρ. π. Λιθ. (κατὰ τὸν τύπον ἀρρεν-), Διοσκ. 5. 121, Στράβ. 726· ἴδε τὴν λέξ. σανδαράκη: ― ὡσαύτως, ἀρσενίκιον, τό, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 10, ἴδε Εὐστ. 913. 59.
Greek Monolingual
ἀρσενικόν και ἀρρενικόν, το και ἀρρενική, η (Α)
η κίτρινη σανδαράχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προελεύσεως. Ο τ. ανάγεται στο περσ. zarnīq «χρυσός, αυτός που έχει το χρώμα του χρυσού» (πρβλ. νεώτ. περσ.-αραβ. zarnīx, zarnīq «αρσενικό»). Στην Ελληνική εισήχθη μέσω της Σημιτικής (πρβλ. συρ. zarnīka «αρσενικό»), αφού συσχετίστηκε παρετυμολογικά με τους τ. αρρενικός, αρσενικός].
Frisk Etymological English
ἀρρενικόν
Grammatical information: n.
Meaning: arsenic (Arist.).
Other forms: Also ἀρρενική f. (Gal.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] orient.
Etymology: Word of oriental origin, finally from MPers. *zarnīk golden, gold-coloured (cf. NPers. zarnīx, zarnīq id. and s. χλόη, χλωρός), prob. through a Semitic language (Syr. zarnīkā ), reshaped after ἀρσενικός, ἀρρενικός manly. Schrader-Nehring Reallex. s. v.
Frisk Etymology German
ἀρσενικόν: ἀρρενικόν
{arsenikón}
Forms: auch ἀρρενική f.
Grammar: n.
Meaning: Arsenik (Arist., Thphr., Str. usw.).
Etymology: Orientalisches LW, letzter Hand aus mpers. *zarnīk golden, goldfarbig (vgl. npers.-arab. zarnīx, zarnīq Arsenik und s. zu χλόη, χλωρός), wohl durch semitische Vermittlung (syr. zarnīkā Arsenik) mit volksetymologischem Anschluß an ἀρσενικός, ἀρρενικός männlich. Lewy Fremdw. 55 nach Lagarde; vgl. noch Hübschmann IF 19, 457 m. A. 4, Schrader-Nehring Reallex. s. v.
Page 1,152