περίστροφος: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peristrofos | |Transliteration C=peristrofos | ||
|Beta Code=peri/strofos | |Beta Code=peri/strofos | ||
|Definition= | |Definition=περίστροφον,<br><span class="bld">A</span> turning round: turning in a socket, κοτύλαι Aret.''SD''2.12.<br><span class="bld">II</span> Subst., [[twisted rope]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[περιδρόμους]] in [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''2.6.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">περίστροφος· ὁ τῆς ὑποσφραγῖδος τόπος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0595.png Seite 595]] 1) umgedreht, umzudrehen. – 2) ὁ π., ein Seil zum Stellen und Zusammenziehen, Xen. Cyn. 2, 7, sonst [[περίδρομος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0595.png Seite 595]] 1) umgedreht, umzudrehen. – 2) ὁ π., ein Seil zum Stellen und Zusammenziehen, Xen. Cyn. 2, 7, sonst [[περίδρομος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίστροφος:''' ὁ [[веревка для вдержки]] (стягивания сети) Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[περίστροφος]], -ον ΝΑ [[περιστρέφω]]<br />[[περιστροφικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> περιεστραμμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[περίστροφο]]<br />μικρό επαναληπτικό [[πυροβόλο]] όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική [[προστασία]], που τροφοδοτείται από κυλινδρική [[φυσιγγιοθήκη]], γνωστή ως βυκίο, τοποθετημένη [[μεταξύ]] της [[κάννης]] και του συστήματος επίκρουσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[περίστροφος]]<br />[[σχοινί]] συνεστραμμένο που χρησίμευε για τη [[συστολή]] και [[διαστολή]] του θηρευτικού διχτιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ τῆς | |mltxt=-η, -ο / [[περίστροφος]], -ον ΝΑ [[περιστρέφω]]<br />[[περιστροφικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> περιεστραμμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[περίστροφο]]<br />μικρό επαναληπτικό [[πυροβόλο]] όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική [[προστασία]], που τροφοδοτείται από κυλινδρική [[φυσιγγιοθήκη]], γνωστή ως βυκίο, τοποθετημένη [[μεταξύ]] της [[κάννης]] και του συστήματος επίκρουσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[περίστροφος]]<br />[[σχοινί]] συνεστραμμένο που χρησίμευε για τη [[συστολή]] και [[διαστολή]] του θηρευτικού διχτιού<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ τῆς ὑποσφραγῖδος [[τόπος]]». | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:53, 7 November 2024
English (LSJ)
περίστροφον,
A turning round: turning in a socket, κοτύλαι Aret.SD2.12.
II Subst., twisted rope, f.l. for περιδρόμους in X.Cyn.2.6.
III περίστροφος· ὁ τῆς ὑποσφραγῖδος τόπος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 595] 1) umgedreht, umzudrehen. – 2) ὁ π., ein Seil zum Stellen und Zusammenziehen, Xen. Cyn. 2, 7, sonst περίδρομος.
Russian (Dvoretsky)
περίστροφος: ὁ веревка для вдержки (стягивания сети) Xen.
Greek (Liddell-Scott)
περίστροφος: -ον, ὁ περιεστραμμένος· ἐπίρρ. -φως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 58. ΙΙ. ὡς οὐσ., σχοινίον συνεστραμμένον, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Κυν. 2. 6.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίστροφος, -ον ΝΑ περιστρέφω
περιστροφικός
νεοελλ.
1. περιεστραμμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το περίστροφο
μικρό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική προστασία, που τροφοδοτείται από κυλινδρική φυσιγγιοθήκη, γνωστή ως βυκίο, τοποθετημένη μεταξύ της κάννης και του συστήματος επίκρουσης
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ περίστροφος
σχοινί συνεστραμμένο που χρησίμευε για τη συστολή και διαστολή του θηρευτικού διχτιού
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῆς ὑποσφραγῖδος τόπος».