ἄπεπλος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apeplos
|Transliteration C=apeplos
|Beta Code=a)/peplos
|Beta Code=a)/peplos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unrobed]], i.e. [[in her tunic only]], of a girl, ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>1.50</span>; <b class="b3">λευκῶν φαρέων ἄπεπλος</b>, i.e. clad in black, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>324</span>(lyr.).</span>
|Definition=ἄπεπλον, [[unrobed]], i.e. [[in her tunic only]], of a girl, ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς Pi.''N.''1.50; <b class="b3">λευκῶν φαρέων ἄπεπλος</b>, i.e. clad in black, E.''Ph.''324(lyr.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> abs. sin peplo de Alcmena ἄ. ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς Pi.<i>N</i>.1.50, cf. <i>Fr</i>.52u.14.<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[no vestido de]] φαρέων λευκῶν E.<i>Ph</i>.324.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] ohne Gewand, Pind. N. 1, 50; φαρέων [[ἄπεπλος]] Eur. Phoen. 335, ohne Kleid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] ohne Gewand, Pind. N. 1, 50; φαρέων [[ἄπεπλος]] Eur. Phoen. 335, ohne Kleid.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans manteau, vêtu seulement d'une tunique ; avec un gén. : non vêtu de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πέπλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπεπλος:''' [[без верхней одежды]] (пеплоса) Pind.: λευκῶν φαρέων ἄ. Eur. отказавшийся от белых одежд, т. е. одетый в рубище.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπεπλος''': -ον, [[ἄνευ]] πέπλου, ὅ ἐ. μόνον μετὰ χιτῶνος, ἐπὶ κόρης, ποσσὶν [[ἄπεπλος]] ὀρούσαισ’ ἀπὸ στρωμνᾶς, ἐν χιτωνίσκῳ, κοινῶς «μὲ τὸ ’ποκάμισο», «αὐτοποδητὶ ἐκπηδήσασα ἀπὸ τῆς κοίτης» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. (50) 74· ― ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ [[μονόπεπλος]] ἐν Εὐρ. Ἑκ. 933 ([[ἔνθα]] τὸ [[πέπλος]] λαμβάνεται γενικῶς ἐπὶ παντὸς ἐνδύματος): ― [[ἄπεπλος]] φαρέων λευκῶν, [[ἀνείμων]] λευκῶν ἱματίων, ὅ ἐ. μέλανα ἐνδεδυμένη, Εὐρ. Φοίν. 324 (πρβλ. α ὡς προθεμ. Ι).
|lstext='''ἄπεπλος''': -ον, [[ἄνευ]] πέπλου, ὅ ἐ. μόνον μετὰ χιτῶνος, ἐπὶ κόρης, ποσσὶν [[ἄπεπλος]] ὀρούσαισ’ ἀπὸ στρωμνᾶς, ἐν χιτωνίσκῳ, κοινῶς «μὲ τὸ ’ποκάμισο», «αὐτοποδητὶ ἐκπηδήσασα ἀπὸ τῆς κοίτης» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. (50) 74· ― ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ [[μονόπεπλος]] ἐν Εὐρ. Ἑκ. 933 ([[ἔνθα]] τὸ [[πέπλος]] λαμβάνεται γενικῶς ἐπὶ παντὸς ἐνδύματος): ― [[ἄπεπλος]] φαρέων λευκῶν, [[ἀνείμων]] λευκῶν ἱματίων, ὅ ἐ. μέλανα ἐνδεδυμένη, Εὐρ. Φοίν. 324 (πρβλ. α ὡς προθεμ. Ι).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans manteau, vêtu seulement d'une tunique ; avec un gén. : non vêtu de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πέπλος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰπεπλος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[unrobed]] ποσσὶν [[ἄπεπλος]] ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς (sc. Ἀλκμήνα) (N. 1.50) ][[ἄπεπλος]] ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα) (Pae. 20.14)
|sltr=<b>ᾰπεπλος, -ον</b> [[unrobed]] ποσσὶν [[ἄπεπλος]] ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς (''[[sc.]]'' Ἀλκμήνα) (N. 1.50) ][[ἄπεπλος]] ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (''[[sc.]]'' Ἀλκμήνα) (Pae. 20.14)
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> abs. sin peplo de Alcmena ἄ. ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς Pi.<i>N</i>.1.50, cf. <i>Fr</i>.52u.14.<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[no vestido de]] φαρέων λευκῶν E.<i>Ph</i>.324.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπεπλος:''' -ον, νεαρή [[γυναίκα]] που δεν φοράει πέπλο [[αλλά]] μόνον χιτώνα, σε Πίνδ.· λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]], αυτή που δεν είναι ντυμένη με [[λευκά]] φορέματα, δηλ. αυτή που φοράει μαύρα ενδύματα, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄπεπλος:''' -ον, νεαρή [[γυναίκα]] που δεν φοράει πέπλο [[αλλά]] μόνον χιτώνα, σε Πίνδ.· λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]], αυτή που δεν είναι ντυμένη με [[λευκά]] φορέματα, δηλ. αυτή που φοράει μαύρα ενδύματα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπεπλος:''' [[без верхней одежды]] (пеплоса) Pind.: λευκῶν φαρέων ἄ. Eur. отказавшийся от белых одежд, т. е. одетый в рубище.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[unrobed]], clad in the [[tunic]] only, Pind.: λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]] not clad in [[white]] robes, i. e. in [[black]], Eur.
|mdlsjtxt=[[unrobed]], clad in the [[tunic]] only, Pind.: λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]] not clad in [[white]] robes, i. e. in [[black]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπεπλος Medium diacritics: ἄπεπλος Low diacritics: άπεπλος Capitals: ΑΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: ápeplos Transliteration B: apeplos Transliteration C: apeplos Beta Code: a)/peplos

English (LSJ)

ἄπεπλον, unrobed, i.e. in her tunic only, of a girl, ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς Pi.N.1.50; λευκῶν φαρέων ἄπεπλος, i.e. clad in black, E.Ph.324(lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
1 abs. sin peplo de Alcmena ἄ. ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς Pi.N.1.50, cf. Fr.52u.14.
2 c. gen. no vestido de φαρέων λευκῶν E.Ph.324.

German (Pape)

[Seite 287] ohne Gewand, Pind. N. 1, 50; φαρέων ἄπεπλος Eur. Phoen. 335, ohne Kleid.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans manteau, vêtu seulement d'une tunique ; avec un gén. : non vêtu de.
Étymologie: , πέπλος.

Russian (Dvoretsky)

ἄπεπλος: без верхней одежды (пеплоса) Pind.: λευκῶν φαρέων ἄ. Eur. отказавшийся от белых одежд, т. е. одетый в рубище.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπεπλος: -ον, ἄνευ πέπλου, ὅ ἐ. μόνον μετὰ χιτῶνος, ἐπὶ κόρης, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ’ ἀπὸ στρωμνᾶς, ἐν χιτωνίσκῳ, κοινῶς «μὲ τὸ ’ποκάμισο», «αὐτοποδητὶ ἐκπηδήσασα ἀπὸ τῆς κοίτης» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. (50) 74· ― ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ μονόπεπλος ἐν Εὐρ. Ἑκ. 933 (ἔνθα τὸ πέπλος λαμβάνεται γενικῶς ἐπὶ παντὸς ἐνδύματος): ― ἄπεπλος φαρέων λευκῶν, ἀνείμων λευκῶν ἱματίων, ὅ ἐ. μέλανα ἐνδεδυμένη, Εὐρ. Φοίν. 324 (πρβλ. α ὡς προθεμ. Ι).

English (Slater)

ᾰπεπλος, -ον unrobed ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς (sc. Ἀλκμήνα) (N. 1.50) ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα) (Pae. 20.14)

Greek Monolingual

ἄπεπλος, -ον (AM)
(για κόρη) χωρίς πέπλο, μόνο με τον χιτώνα
αρχ.
φρ. «λευκῶν φαρέων ἄπεπλος» — ντυμένη πένθιμα (Ευριπ.)

Greek Monotonic

ἄπεπλος: -ον, νεαρή γυναίκα που δεν φοράει πέπλο αλλά μόνον χιτώνα, σε Πίνδ.· λευκῶν φαρέων ἄπεπλος, αυτή που δεν είναι ντυμένη με λευκά φορέματα, δηλ. αυτή που φοράει μαύρα ενδύματα, σε Ευρ.

Middle Liddell

unrobed, clad in the tunic only, Pind.: λευκῶν φαρέων ἄπεπλος not clad in white robes, i. e. in black, Eur.