ἐμψυχία: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)myuxi/a
|Beta Code=e)myuxi/a
|Definition=ἡ, [[having life in one]], [[animation]], Epicur.Fr.310, Plu.2.1053b, S.E.P.2.25, Theo Sm.p.187 H., Dam.Pr.18, Simp.in Ph.638.2.
|Definition=ἡ, [[having life in one]], [[animation]], Epicur.Fr.310, Plu.2.1053b, S.E.P.2.25, Theo Sm.p.187 H., Dam.Pr.18, Simp.in Ph.638.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[posesión de alma]], [[condición animada]] propia de hombres y dioses ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον <i>Placit</i>.2.4.5 (= Archel.Phil.A 14), ἄνθρωπός ἐστι τοιουτονὶ μόρφωμα μετ' ἐμψυχίας Epicur.267U., cf. Demetr.Lac.<i>Herc</i>.1055.17.1, ἵνα μή ... οἰηθῶμεν τὴν ψυχὴν ὥσπερ τὴν ἐμψυχίαν ἀθάνατον μὲν εἶναι Boeth.<i>Stoic</i>.3.267.12, τὴν περίψυξιν ἀρχὴν ἐμψυχίας ποιεῖ (Crisipo) al enfriamiento hace origen de animación</i> Plu.2.1053b, cf. Them.<i>in de An</i>.25.34, ἐ. τοῦ πνεύματος Herm.<i>in Phdr</i>.114, τὰ τῆς ἐμψυχίας πάθη Procl.<i>in Cra</i>.p.87.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0821.png Seite 821]] ἡ, 1) das Beseeltsein; Sext. Emp. adv. math. 9, 199; Plut. stoic. rep. 41. – 2) Kälte, Archel. bei Stob. ecl. 1 p. 454.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0821.png Seite 821]] ἡ, 1) das Beseeltsein; Sext. Emp. adv. math. 9, 199; Plut. stoic. rep. 41. – 2) Kälte, Archel. bei Stob. ecl. 1 p. 454.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[état d'un être animé]], [[vie]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔμψυχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμψῡχία:''' ἡ [[одушевленность]] Plut., Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμψῡχία''': ἡ, τὸ ἔχειν ψυχήν, ζωήν, Πλούτ. 2. 1053Β, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 25. ΙΙ. ἐσωτερικὸν [[ψῦχος]], Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Στοβ. Ἐκλογ. 1. 454.
|lstext='''ἐμψῡχία''': ἡ, τὸ ἔχειν ψυχήν, ζωήν, Πλούτ. 2. 1053Β, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 25. ΙΙ. ἐσωτερικὸν [[ψῦχος]], Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Στοβ. Ἐκλογ. 1. 454.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />état d'un être animé, vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμψυχος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[posesión de alma]], [[condición animada]] propia de hombres y dioses ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον <i>Placit</i>.2.4.5 (= Archel.Phil.A 14), ἄνθρωπός ἐστι τοιουτονὶ μόρφωμα μετ' ἐμψυχίας Epicur.267U., cf. Demetr.Lac.<i>Herc</i>.1055.17.1, ἵνα μή ... οἰηθῶμεν τὴν ψυχὴν ὥσπερ τὴν ἐμψυχίαν ἀθάνατον μὲν εἶναι Boeth.<i>Stoic</i>.3.267.12, τὴν περίψυξιν ἀρχὴν ἐμψυχίας ποιεῖ (Crisipo) al enfriamiento hace origen de animación</i> Plu.2.1053b, cf. Them.<i>in de An</i>.25.34, ἐ. τοῦ πνεύματος Herm.<i>in Phdr</i>.114, τὰ τῆς ἐμψυχίας πάθη Procl.<i>in Cra</i>.p.87.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμψυχία]], η (Α)<br />η [[ιδιότητα]] του έμψυχου, το να έχει [[κανείς]] [[ψυχή]], ζωή, [[ζωηρότητα]], [[ζωντάνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[ψύχος]], η [[ψυχρότητα]] ως κοσμικό [[στοιχείο]] αντίθετο του θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», <b>Στοβ.</b> Ανθ.).
|mltxt=[[ἐμψυχία]], η (Α)<br />η [[ιδιότητα]] του έμψυχου, το να έχει [[κανείς]] [[ψυχή]], ζωή, [[ζωηρότητα]], [[ζωντάνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[ψύχος]], η [[ψυχρότητα]] ως κοσμικό [[στοιχείο]] αντίθετο του θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», <b>Στοβ.</b> Ανθ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμψῡχία:''' ἡ [[одушевленность]] Plut., Sext.
}}
}}

Latest revision as of 19:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμψῡχία Medium diacritics: ἐμψυχία Low diacritics: εμψυχία Capitals: ΕΜΨΥΧΙΑ
Transliteration A: empsychía Transliteration B: empsychia Transliteration C: empsychia Beta Code: e)myuxi/a

English (LSJ)

ἡ, having life in one, animation, Epicur.Fr.310, Plu.2.1053b, S.E.P.2.25, Theo Sm.p.187 H., Dam.Pr.18, Simp.in Ph.638.2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
posesión de alma, condición animada propia de hombres y dioses ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Placit.2.4.5 (= Archel.Phil.A 14), ἄνθρωπός ἐστι τοιουτονὶ μόρφωμα μετ' ἐμψυχίας Epicur.267U., cf. Demetr.Lac.Herc.1055.17.1, ἵνα μή ... οἰηθῶμεν τὴν ψυχὴν ὥσπερ τὴν ἐμψυχίαν ἀθάνατον μὲν εἶναι Boeth.Stoic.3.267.12, τὴν περίψυξιν ἀρχὴν ἐμψυχίας ποιεῖ (Crisipo) al enfriamiento hace origen de animación Plu.2.1053b, cf. Them.in de An.25.34, ἐ. τοῦ πνεύματος Herm.in Phdr.114, τὰ τῆς ἐμψυχίας πάθη Procl.in Cra.p.87.

German (Pape)

[Seite 821] ἡ, 1) das Beseeltsein; Sext. Emp. adv. math. 9, 199; Plut. stoic. rep. 41. – 2) Kälte, Archel. bei Stob. ecl. 1 p. 454.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
état d'un être animé, vie.
Étymologie: ἔμψυχος.

Russian (Dvoretsky)

ἐμψῡχία:одушевленность Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμψῡχία: ἡ, τὸ ἔχειν ψυχήν, ζωήν, Πλούτ. 2. 1053Β, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 25. ΙΙ. ἐσωτερικὸν ψῦχος, Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Στοβ. Ἐκλογ. 1. 454.

Greek Monolingual

ἐμψυχία, η (Α)
η ιδιότητα του έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια
αρχ.
το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο του θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.).