περιαιρετός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periairetos
|Transliteration C=periairetos
|Beta Code=periaireto/s
|Beta Code=periaireto/s
|Definition=ή, όν, [[that may be taken off]], [[removable]], <b class="b3">ἅπαν [τὸ χρυσίον</b>] <span class="bibl">Th.2.13</span>; κόσμος <span class="bibl">Paus.1.25.7</span>; προσωπεῖον <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pr.Im.</span>3</span>, cf. Plu.2.828b.
|Definition=περιαιρετή, περιαιρετόν, [[that may be taken off]], [[removable]], <b class="b3">ἅπαν [τὸ χρυσίον]</b> Th.2.13; κόσμος Paus.1.25.7; προσωπεῖον Luc.''Pr.Im.''3, cf. Plu.2.828b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0568.png Seite 568]] ringsum weg- oder abgenommen, Luc. pro imag. 3 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0568.png Seite 568]] ringsum weg- oder abgenommen, Luc. pro imag. 3 u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''περιαιρετός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ [[χρυσίον]]] Θουκ. 2. 13· [[κόσμος]] Παυσ. 1. 25, 7· [[προσωπεῖον]] Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />enlevé <i>ou</i> coupé tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περιαιρέω]].
|btext=ή, όν :<br />enlevé <i>ou</i> coupé tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περιαιρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιαιρετός -ή -όν adj. verb. van περιαιρέω, afneembaar.
}}
{{elru
|elrutext='''περιαιρετός:''' [adj. verb. к [[περιαιρέω]] могущий сниматься, съемный (''[[sc.]]'' τὸ τοῦ ἀγάλματος [[χρυσίον]] Thuc.; [[προσωπεῖον]] Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περιαιρετός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να αφαιρέσει, σε Θουκ.
|lsmtext='''περιαιρετός:''' -ή, -όν, αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να αφαιρέσει, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιαιρετός:''' [adj. verb. к [[περιαιρέω]] могущий сниматься, съемный (sc. τὸ τοῦ ἀγάλματος [[χρυσίον]] Thuc.; [[προσωπεῖον]] Luc.).
|lstext='''περιαιρετός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ [[χρυσίον]]] Θουκ. 2. 13· [[κόσμος]] Παυσ. 1. 25, 7· [[προσωπεῖον]] Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β.
}}
{{elnl
|elnltext=περιαιρετός -ή -όν adj. verb. van περιαιρέω, afneembaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περιαιρετός]], ή, όν<br />that may be taken off, Thuc.
|mdlsjtxt=[[περιαιρετός]], ή, όν<br />that may be taken off, Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[qui eximi potest]]'', [[that can be removed]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.13.5/ 2.13.5].
}}
}}

Latest revision as of 14:39, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαιρετός Medium diacritics: περιαιρετός Low diacritics: περιαιρετός Capitals: ΠΕΡΙΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: periairetós Transliteration B: periairetos Transliteration C: periairetos Beta Code: periaireto/s

English (LSJ)

περιαιρετή, περιαιρετόν, that may be taken off, removable, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Th.2.13; κόσμος Paus.1.25.7; προσωπεῖον Luc.Pr.Im.3, cf. Plu.2.828b.

German (Pape)

[Seite 568] ringsum weg- oder abgenommen, Luc. pro imag. 3 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enlevé ou coupé tout autour.
Étymologie: περιαιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιαιρετός -ή -όν adj. verb. van περιαιρέω, afneembaar.

Russian (Dvoretsky)

περιαιρετός: [adj. verb. к περιαιρέω могущий сниматься, съемный (sc. τὸ τοῦ ἀγάλματος χρυσίον Thuc.; προσωπεῖον Luc.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιαιρετός, -ή, -όν, ΝΑ περιαιρώ
αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» — η ανεμόσκαλα
β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.).

Greek Monotonic

περιαιρετός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί κάποιος να αφαιρέσει, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

περιαιρετός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, ἅπαν [τὸ χρυσίον] Θουκ. 2. 13· κόσμος Παυσ. 1. 25, 7· προσωπεῖον Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 3· π. τι ποιεῖν Πλούτ. 2. 828Β.

Middle Liddell

περιαιρετός, ή, όν
that may be taken off, Thuc.

Lexicon Thucydideum

qui eximi potest, that can be removed, 2.13.5.