Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προχῶναι: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prochonai
|Transliteration C=prochonai
|Beta Code=proxw=nai
|Beta Code=proxw=nai
|Definition=αἱ,= γλουτοί ''1'', <span class="bibl">Archipp.41</span>.
|Definition=αἱ, = [[γλουτοί]] ''1'', Archipp.41.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχῶναι Medium diacritics: προχῶναι Low diacritics: προχώναι Capitals: ΠΡΟΧΩΝΑΙ
Transliteration A: prochō̂nai Transliteration B: prochōnai Transliteration C: prochonai Beta Code: proxw=nai

English (LSJ)

αἱ, = γλουτοί 1, Archipp.41.

German (Pape)

[Seite 800] αἱ, die Hüften, das Steißbein, Archipp. com. bei Poll. 2, 183. Vgl. κοχώνη.

Greek (Liddell-Scott)

προχῶναι: -αἱ, οἱ γλουτοί, Λατ. coccygis (κοχώνη), Ἄρχιππ. ἐν «Ρίνωνι» 2.

Greek Monolingual

οἱ, Α
οι γλουτοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για κωμ. λ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. κοχώνη «το μέρος μεταξύ τών σκελών και της έδρας, το περίνεο, γλουτός» και πρωκτός ή, κατ' άλλη άποψη, από τη λ. κοχώνη κατ' επίδραση του προ- είτε με την επιτατική του σημ. είτε με τη σημ. της προστασίας, της υπεράσπισης, με την έννοια ότι οι γλουτοί έχουν έναν ρόλο προστατευτικό].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. pl.
Meaning: buttocks, coccyx (Archipp.41).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Perh. as momentary formation or comic distortion from cross of κοχώνη and πρωκτός (Güntert Reimwortbildungen 122); or with πρό.

Frisk Etymology German

προχῶναι: {prokhō̃nai}
Grammar: f. pl.
Meaning: die Hinterbacken, die Steißbeine (Archipp.41).
Etymology: Scheint als Augenblicksbildung oder komische Wortverdrehung durch Kreuzung von κοχώνη und πρωκτός entstanden zu sein (Güntert Reimwortbildungen 122).
Page 2,605