σκατοφάγος: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skatofagos | |Transliteration C=skatofagos | ||
|Beta Code=skato/fagos | |Beta Code=skato/fagos | ||
|Definition=(parox.), ον, [[eating dung]] or [[dirt]], | |Definition=(parox.), ον, [[eating dung]] or [[dirt]], Epich.63, Crobyl.7, Men.825, ''Sam.''205, ''Pk.''204; as [[epithet]] of Asclepios, with allusion (cf. Sch.) to a foul practice of Hippocrates, Ar.''Pl.''706, cf. Arg.Metr.''Eq.'' | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0890.png Seite 890]] Koth fressend; Ar. Plut. 706; Epicharm. bei Ath. VII, 321 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0890.png Seite 890]] Koth fressend; Ar. Plut. 706; Epicharm. bei Ath. VII, 321 d. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui mange des excréments ; <i>p. ext.</i> avare.<br />'''Étymologie:''' [[σκατός]], gén. de [[σκώρ]] et [[φαγεῖν]]. | |btext=ος, ον :<br />qui mange des excréments ; <i>p. ext.</i> avare.<br />'''Étymologie:''' [[σκατός]], gén. de [[σκώρ]] et [[φαγεῖν]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκατοφάγος -ον, ὁ [[[σκῶρ]], [[φαγεῖν]]] stront-eter, hufter. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκᾰτοφάγος:''' (φᾰ) досл. поедающий экскременты, перен. неопрятный Arph., Men. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σκᾰτοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει περιττώματα ή ακαθαρσίες, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''σκᾰτοφάγος:''' -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει περιττώματα ή ακαθαρσίες, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σκᾰτοφάγος''': -ον, ([[φαγεῖν]]) ὁ ἐσθίων κόπρον ἢ ἀκαθαρσίας, Έπίχ. 34 Ahr., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 237· ἐπίθετον τοῦ Ἀσκληπιοῦ μετ’ ἀναφορᾶς (καθ’ ἅ λέγει εἷς τῶν Σχολιαστ.) πρὸς ἀκάθαρτόν τινα ἕξιν τοῦ Ἱπποκράτους, Ἀριστοφ. Πλ. 706, πρβλ. Ὑπόθ. μετρ. τῶν τοῦ Ἀριστοφ. Ἱππέων. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σκᾰτο-[[φάγος]], ον, [[φαγεῖν]]<br />[[eating]] [[dirt]], Ar. | |mdlsjtxt=σκᾰτο-[[φάγος]], ον, [[φαγεῖν]]<br />[[eating]] [[dirt]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
(parox.), ον, eating dung or dirt, Epich.63, Crobyl.7, Men.825, Sam.205, Pk.204; as epithet of Asclepios, with allusion (cf. Sch.) to a foul practice of Hippocrates, Ar.Pl.706, cf. Arg.Metr.Eq.
German (Pape)
[Seite 890] Koth fressend; Ar. Plut. 706; Epicharm. bei Ath. VII, 321 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange des excréments ; p. ext. avare.
Étymologie: σκατός, gén. de σκώρ et φαγεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκατοφάγος -ον, ὁ [σκῶρ, φαγεῖν] stront-eter, hufter.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰτοφάγος: (φᾰ) досл. поедающий экскременты, перен. неопрятный Arph., Men.
Greek Monolingual
-α, -ο / σκατοφάγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τρώει κόπρανα ή ακαθαρσίες, κοπροφάγος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. σκατοφάγος
ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων περκόμορφων ιχθύων
β) γένος δίπτερων εντόμων με καστανό ή κίτρινο χρώμα, της οικογένειας σκατοφαγίδες, που αφθονεί στα λιβάδια και αναπαράγεται μέσα στα περιττώματα τών αγελάδων, όπου οι προνύμφες του επιταχύνουν την αποσύνθεσή τους, κν. σκατόμυγα
αρχ.
προσωνυμία του Ασκληπιού, λόγω της συνήθειάς του να δοκιμάζει ακαθαρσίες για διαγνωστικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῶρ, σκατός + -φάγος. Η λ. με την επιστημον. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. scatophagidae].
Greek Monotonic
σκᾰτοφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει περιττώματα ή ακαθαρσίες, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰτοφάγος: -ον, (φαγεῖν) ὁ ἐσθίων κόπρον ἢ ἀκαθαρσίας, Έπίχ. 34 Ahr., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 237· ἐπίθετον τοῦ Ἀσκληπιοῦ μετ’ ἀναφορᾶς (καθ’ ἅ λέγει εἷς τῶν Σχολιαστ.) πρὸς ἀκάθαρτόν τινα ἕξιν τοῦ Ἱπποκράτους, Ἀριστοφ. Πλ. 706, πρβλ. Ὑπόθ. μετρ. τῶν τοῦ Ἀριστοφ. Ἱππέων.