σκωληκοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skolikoeidis
|Transliteration C=skolikoeidis
|Beta Code=skwlhkoeidh/s
|Beta Code=skwlhkoeidh/s
|Definition=ές, [[worm-shaped]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>553a4</span>, Dsc.1.101, Gal.2.730.
|Definition=σκωληκοειδές, [[worm-shaped]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''553a4, Dsc.1.101, Gal.2.730.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0909.png Seite 909]] ές, wurmartig, -ähnlich; Arist. H. A. 5, 20; Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0909.png Seite 909]] ές, wurmartig, -ähnlich; Arist. H. A. 5, 20; Diosc.
}}
{{elru
|elrutext='''σκωληκοειδής:''' [[червеобразный]] (''[[sc.]]'' [[ζῷον]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που μοιάζει με σκώληκα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σκωληκοειδή</i><br /><b>ζωολ.</b> υποσυνομοταξία, σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, τών σκωλήκων, που περιλάμβανε τους [[πλέον]] πρωτόγονους εκπροσώπους, τών οποίων το εσωτερικό, δηλ. ο [[μεταξύ]] της πεπτικής συσκευής και του σωματικού τοιχώματος [[χώρος]] [[καθώς]] και τα [[μεταξύ]] τών εσωτερικών οργάνων διάκενα γεμίζουν από [[παρέγχυμα]] ή λευκωματώδες [[υγρό]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σκωληκοειδής]] [[απόφυση]]»<br /><b>ανατ.</b> [[εκκόλπωμα]] του παχέος εντέρου, που εκπορεύεται από το οπίσθιο έσω [[τοίχωμα]] του τυφλού εντέρου σε [[απόσταση]] 5 ώς 10 εκατοστόμετρα και 2 ή 3 εκατοστόμετρα από την ειλεοτυφλική [[γωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκώληξ]], -<i>ηκος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που μοιάζει με σκώληκα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα σκωληκοειδή</i><br /><b>ζωολ.</b> υποσυνομοταξία, σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, τών σκωλήκων, που περιλάμβανε τους [[πλέον]] πρωτόγονους εκπροσώπους, τών οποίων το εσωτερικό, δηλ. ο [[μεταξύ]] της πεπτικής συσκευής και του σωματικού τοιχώματος [[χώρος]] [[καθώς]] και τα [[μεταξύ]] τών εσωτερικών οργάνων διάκενα γεμίζουν από [[παρέγχυμα]] ή λευκωματώδες [[υγρό]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σκωληκοειδής]] [[απόφυση]]»<br /><b>ανατ.</b> [[εκκόλπωμα]] του παχέος εντέρου, που εκπορεύεται από το οπίσθιο έσω [[τοίχωμα]] του τυφλού εντέρου σε [[απόσταση]] 5 ώς 10 εκατοστόμετρα και 2 ή 3 εκατοστόμετρα από την ειλεοτυφλική [[γωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκώληξ]], -<i>ηκος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''σκωληκοειδής:''' [[червеобразный]] (sc. [[ζῷον]] Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωληκοειδής Medium diacritics: σκωληκοειδής Low diacritics: σκωληκοειδής Capitals: ΣΚΩΛΗΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: skōlēkoeidḗs Transliteration B: skōlēkoeidēs Transliteration C: skolikoeidis Beta Code: skwlhkoeidh/s

English (LSJ)

σκωληκοειδές, worm-shaped, Arist.HA553a4, Dsc.1.101, Gal.2.730.

German (Pape)

[Seite 909] ές, wurmartig, -ähnlich; Arist. H. A. 5, 20; Diosc.

Russian (Dvoretsky)

σκωληκοειδής: червеобразный (sc. ζῷον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σκωληκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σκώληκα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 3, Γαλην. 2. 730.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που μοιάζει με σκώληκα
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκωληκοειδή
ζωολ. υποσυνομοταξία, σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, τών σκωλήκων, που περιλάμβανε τους πλέον πρωτόγονους εκπροσώπους, τών οποίων το εσωτερικό, δηλ. ο μεταξύ της πεπτικής συσκευής και του σωματικού τοιχώματος χώρος καθώς και τα μεταξύ τών εσωτερικών οργάνων διάκενα γεμίζουν από παρέγχυμα ή λευκωματώδες υγρό
2. φρ. «σκωληκοειδής απόφυση»
ανατ. εκκόλπωμα του παχέος εντέρου, που εκπορεύεται από το οπίσθιο έσω τοίχωμα του τυφλού εντέρου σε απόσταση 5 ώς 10 εκατοστόμετρα και 2 ή 3 εκατοστόμετρα από την ειλεοτυφλική γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -ειδής].