στρομβώδης: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0955.png Seite 955]] ε ς, zsgzgn statt [[στρομβοειδής]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0955.png Seite 955]] ε ς, zsgzgn statt [[στρομβοειδής]], Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''στρομβώδης:''' Arst. = [[στρομβοειδής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[στρόμβος]]<br /><b>1.</b> [[στρομβοειδής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ στρομβώδη</i><br />σπειροειδή όστρακα και τα ζωύφια που ζουν [[μέσα]] σ' αυτά.
|mltxt=-ῶδες, Α [[στρόμβος]]<br /><b>1.</b> [[στρομβοειδής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ στρομβώδη</i><br />σπειροειδή όστρακα και τα ζωύφια που ζουν [[μέσα]] σ' αυτά.
}}
{{elru
|elrutext='''στρομβώδης:''' Arst. = [[στρομβοειδής]].
}}
}}

Latest revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρομβώδης Medium diacritics: στρομβώδης Low diacritics: στρομβώδης Capitals: ΣΤΡΟΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: strombṓdēs Transliteration B: strombōdēs Transliteration C: stromvodis Beta Code: strombw/dhs

English (LSJ)

v. στρομβοειδής.

German (Pape)

[Seite 955] ε ς, zsgzgn statt στρομβοειδής, Sp.

Russian (Dvoretsky)

στρομβώδης: Arst. = στρομβοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

στρομβώδης: -ες, ἴδε στρομβοειδής.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στρόμβος
1. στρομβοειδής
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στρομβώδη
σπειροειδή όστρακα και τα ζωύφια που ζουν μέσα σ' αυτά.