συρτός: Difference between revisions

From LSJ

κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syrtos
|Transliteration C=syrtos
|Beta Code=surto/s
|Beta Code=surto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[swept]] or [[washed down by a river]], of gold-dust, etc., <span class="bibl">Plb.34.9.10</span>, <span class="bibl">Str.3.2.10</span>, <span class="bibl">5.4.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[trailing]], <b class="b3">χιτὼν σο</b>., = [[σύρμα]] <span class="bibl">1.1</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>45</span>, cf. <span class="bibl">Poll.4.118</span>; [[ζῷον]], of the [[ἔχιδνα]], Cyran.58.</span><br /><span class="bld">συρτός</span>, ὁ (or σύρτης, ου, ὁ), the name of a dance, ἡ τῶν συρτῶν πάτριος ὄρχησις <span class="title">IG</span>7.2712.66 (Acraephia, i A.D.).
|Definition=συρτή, συρτόν,<br><span class="bld">A</span> [[swept]] or [[washed down by a river]], of gold-dust, etc., Plb.34.9.10, Str.3.2.10, 5.4.6.<br><span class="bld">II</span> [[trailing]], <b class="b3">χιτὼν σο</b>., = [[σύρμα]] 1.1, Sch.Ar.''Lys.''45, cf. Poll.4.118; [[ζῷον]], of the [[ἔχιδνα]], Cyran.58.<br><span class="bld">συρτός</span>, ὁ (or [[σύρτης]], ου, ὁ), the name of a dance, ἡ τῶν συρτῶν πάτριος ὄρχησις ''IG''7.2712.66 (Acraephia, i A.D.).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[gezogen]], [[geschleppt]]</i>; vom [[Wasser]], <i>[[geschlämmt]]</i>, ἡ συρτὴ [[βῶλος]] ἡ [[ἀργυρῖτις]], Pol. 34.9.10; <i>zu [[ziehen]], zu [[schleppen]]</i>, Sp. Bei Poll. 4.118 <i>ein [[Schleppkleid]]</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''συρτός:''' [adj. verb. к [[σύρω]] намытый (волнами), нанесенный ([[βῶλος]] ἡ [[ἀργυρῖτις]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[συρτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[σουρτός]], -ή, -ό, Ν [[σύρω]]<br /><b>1.</b> αυτός που σύρεται [[καταγής]], αυτός που [[κατά]] κάποιο τρόπο μετακινείται έρποντας (α. «συρτό [[δίχτυ]]» β. «συρτὸν [[ζῷον]]» — η [[έχιδνα]], Κυραν.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[συρτός]] (II)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[συρτή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συρτή]] [[φωνή]]» — η [[φωνή]] με την οποία παρατείνεται η [[προφορά]] των λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μέταλλα) αυτός που παρασύρεται από ποταμό («τὸ δὲ [[πεδίον]] θείου πλῆρές ἐστι συρτοῦ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συρτὸς [[χιτών]]» — θεατρική [[εσθήτα]] με [[μακριά]] [[ουρά]].<br /> <b>(II)</b><br />ο, ΝΑ<br />[[είδος]] κυκλικού αλυσιδωτού χορού που χορευόταν στην [[αρχαιότητα]] και χορεύεται και [[σήμερα]] σε διάφορες παραλλαγές (α. «χόρεψαν συρτό και τσάμικο με εθνικές ενδυμασίες» β. «τὰς δὲ πατρίους πομπὰς μεγάλας καὶ τὴν τῶν συρτῶν πάτριον ὄρχησιν θεοσεβῶς ἐπετέλεσαν», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ρηματ. επιθ. [[συρτός]] ([[χορός]]) του ρ. [[σύρω]]. Η λ. απαντά και στην αρχ. Ελληνική με τη σημ. αυτή σε έναν τ. <i>σιρτῶν</i> της γεν. πληθ., ο [[οποίος]] μπορεί να προέρχεται [[είτε]] από λ. [[σύρτης]] [[είτε]] από λ. [[συρτός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[συρτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[σουρτός]], -ή, -ό, Ν [[σύρω]]<br /><b>1.</b> αυτός που σύρεται [[καταγής]], αυτός που [[κατά]] κάποιο τρόπο μετακινείται έρποντας (α. «συρτό [[δίχτυ]]» β. «συρτὸν [[ζῷον]]» — η [[έχιδνα]], Κυραν.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[συρτός]] (II)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[συρτή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συρτή]] [[φωνή]]» — η [[φωνή]] με την οποία παρατείνεται η [[προφορά]] των λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μέταλλα) αυτός που παρασύρεται από ποταμό («τὸ δὲ [[πεδίον]] θείου πλῆρές ἐστι συρτοῦ», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συρτὸς [[χιτών]]» — θεατρική [[εσθήτα]] με [[μακριά]] [[ουρά]].<br /> <b>(II)</b><br />ο, ΝΑ<br />[[είδος]] κυκλικού αλυσιδωτού χορού που χορευόταν στην [[αρχαιότητα]] και χορεύεται και [[σήμερα]] σε διάφορες παραλλαγές (α. «χόρεψαν συρτό και τσάμικο με εθνικές ενδυμασίες» β. «τὰς δὲ πατρίους πομπὰς μεγάλας καὶ τὴν τῶν συρτῶν πάτριον ὄρχησιν θεοσεβῶς ἐπετέλεσαν», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ρηματ. επιθ. [[συρτός]] ([[χορός]]) του ρ. [[σύρω]]. Η λ. απαντά και στην αρχ. Ελληνική με τη σημ. αυτή σε έναν τ. <i>σιρτῶν</i> της γεν. πληθ., ο [[οποίος]] μπορεί να προέρχεται [[είτε]] από λ. [[σύρτης]] [[είτε]] από λ. [[συρτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''συρτός:''' [adj. verb. к [[σύρω]] намытый (волнами), нанесенный ([[βῶλος]] ἡ [[ἀργυρῖτις]] Polyb.).
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρτός Medium diacritics: συρτός Low diacritics: συρτός Capitals: ΣΥΡΤΟΣ
Transliteration A: syrtós Transliteration B: syrtos Transliteration C: syrtos Beta Code: surto/s

English (LSJ)

συρτή, συρτόν,
A swept or washed down by a river, of gold-dust, etc., Plb.34.9.10, Str.3.2.10, 5.4.6.
II trailing, χιτὼν σο., = σύρμα 1.1, Sch.Ar.Lys.45, cf. Poll.4.118; ζῷον, of the ἔχιδνα, Cyran.58.
συρτός, ὁ (or σύρτης, ου, ὁ), the name of a dance, ἡ τῶν συρτῶν πάτριος ὄρχησις IG7.2712.66 (Acraephia, i A.D.).

German (Pape)

gezogen, geschleppt; vom Wasser, geschlämmt, ἡ συρτὴ βῶλοςἀργυρῖτις, Pol. 34.9.10; zu ziehen, zu schleppen, Sp. Bei Poll. 4.118 ein Schleppkleid.

Russian (Dvoretsky)

συρτός: [adj. verb. к σύρω намытый (волнами), нанесенный (βῶλοςἀργυρῖτις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συρτός: -ή, -όν, παρασυρόμενος, καταφερόμενος ὑπὸ ποταμοῦ, ἐπὶ χρυσῆς κόνεως, κτλ., Πολύβ. 34. 9, 10, Στράβ. 246. ΙΙ. ὁ συρόμενος κατὰ γῆς, χιτὼν σ. = σύρμα Ι. 1, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 45, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 118.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / συρτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σουρτός, -ή, -ό, Ν σύρω
1. αυτός που σύρεται καταγής, αυτός που κατά κάποιο τρόπο μετακινείται έρποντας (α. «συρτό δίχτυ» β. «συρτὸν ζῷον» — η έχιδνα, Κυραν.)
2. το αρσ. ως ουσ. βλ. συρτός (II)
3. το θηλ. ως ουσ. βλ. συρτή
νεοελλ.
φρ. «συρτή φωνή» — η φωνή με την οποία παρατείνεται η προφορά των λέξεων
αρχ.
1. (για μέταλλα) αυτός που παρασύρεται από ποταμό («τὸ δὲ πεδίον θείου πλῆρές ἐστι συρτοῦ», Στράβ.)
2. φρ. «συρτὸς χιτών» — θεατρική εσθήτα με μακριά ουρά.
(II)
ο, ΝΑ
είδος κυκλικού αλυσιδωτού χορού που χορευόταν στην αρχαιότητα και χορεύεται και σήμερα σε διάφορες παραλλαγές (α. «χόρεψαν συρτό και τσάμικο με εθνικές ενδυμασίες» β. «τὰς δὲ πατρίους πομπὰς μεγάλας καὶ τὴν τῶν συρτῶν πάτριον ὄρχησιν θεοσεβῶς ἐπετέλεσαν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ρηματ. επιθ. συρτός (χορός) του ρ. σύρω. Η λ. απαντά και στην αρχ. Ελληνική με τη σημ. αυτή σε έναν τ. σιρτῶν της γεν. πληθ., ο οποίος μπορεί να προέρχεται είτε από λ. σύρτης είτε από λ. συρτός.