χειροτεχνικός: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheirotechnikos | |Transliteration C=cheirotechnikos | ||
|Beta Code=xeirotexniko/s | |Beta Code=xeirotexniko/s | ||
|Definition= | |Definition=χειροτεχνική, χειροτεχνικόν,<br><span class="bld">A</span> [[skilful]], Ar.''V.''1276 (Sup.).<br><span class="bld">2</span> [[handicraftsmen]] or [[artisans]], συμβόλαια [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 425d: ἡ χειροτεχνική (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), = [[χειροτεχνία]], Id.''Plt.''259c: pl., Id.''Phlb.''55d. Adv. [[χειροτεχνικῶς]] Il.2.148. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] ή, όν, zum Handwerk oder zum Handwerker gehörig, geschickt im Handwerk; superlat. bei Ar. Vesp. 1276; ξυμβόλαια Plat. Rep. IV, 425 d; ἡ χειροτεχνικὴ καὶ ὅλως πρακτική, sc. [[τέχνη]], Polit. 259 c. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] ή, όν, zum Handwerk oder zum Handwerker gehörig, geschickt im Handwerk; superlat. bei Ar. Vesp. 1276; ξυμβόλαια Plat. Rep. IV, 425 d; ἡ χειροτεχνικὴ καὶ ὅλως πρακτική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], Polit. 259 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne les arts manuels]];<br /><b>2</b> [[habile dans un art manuel]];<br /><i>Sp.</i> χειροτεχνικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[χειροτέχνης]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειροτεχνικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[ремесленнический]]: χειροτεχνικὰ ξυμβόλαια Plat. сделки с (или между) ремесленниками;<br /><b class="num">2</b> [[искусный]], [[способный]] (παῖδες Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειροτεχνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χειροτεχνίαν, χειροτεχνικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1276. 2) ὁ ἀνήκων εἰς χειροτέχνας ἢ χειρώνακτας, ξυμβόλαια Πλάτ. Πολ. 425D· - ἡ χειροτεχνικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = [[χειροτεχνία]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 259C· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 55D. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Β΄, 148. | |lstext='''χειροτεχνικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χειροτεχνίαν, χειροτεχνικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1276. 2) ὁ ἀνήκων εἰς χειροτέχνας ἢ χειρώνακτας, ξυμβόλαια Πλάτ. Πολ. 425D· - ἡ χειροτεχνικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), = [[χειροτεχνία]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 259C· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 55D. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Β΄, 148. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειροτεχνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[χειροτεχνία]], [[επιδέξιος]], <i>χειροτεχνικώτατος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τεχνίτες, σε Πλάτ. | |lsmtext='''χειροτεχνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[χειροτεχνία]], [[επιδέξιος]], <i>χειροτεχνικώτατος</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τεχνίτες, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
χειροτεχνική, χειροτεχνικόν,
A skilful, Ar.V.1276 (Sup.).
2 handicraftsmen or artisans, συμβόλαια Pl.R. 425d: ἡ χειροτεχνική (sc. τέχνη), = χειροτεχνία, Id.Plt.259c: pl., Id.Phlb.55d. Adv. χειροτεχνικῶς Il.2.148.
German (Pape)
[Seite 1347] ή, όν, zum Handwerk oder zum Handwerker gehörig, geschickt im Handwerk; superlat. bei Ar. Vesp. 1276; ξυμβόλαια Plat. Rep. IV, 425 d; ἡ χειροτεχνικὴ καὶ ὅλως πρακτική, sc. τέχνη, Polit. 259 c.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les arts manuels;
2 habile dans un art manuel;
Sp. χειροτεχνικώτατος.
Étymologie: χειροτέχνης.
Russian (Dvoretsky)
χειροτεχνικός:
1 ремесленнический: χειροτεχνικὰ ξυμβόλαια Plat. сделки с (или между) ремесленниками;
2 искусный, способный (παῖδες Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
χειροτεχνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χειροτεχνίαν, χειροτεχνικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1276. 2) ὁ ἀνήκων εἰς χειροτέχνας ἢ χειρώνακτας, ξυμβόλαια Πλάτ. Πολ. 425D· - ἡ χειροτεχνικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = χειροτεχνία, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 259C· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 55D. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Β΄, 148.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χειροτεχνικός, -ή, -όν, ΝΑ χειροτέχνης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χειροτεχνία και στα χειροτεχνήματα (α. «χειροτεχνική επιδεξιότητα» β. «χειροτεχνικό επιμελητήριο»)
νεοελλ.
μτφ. βασισμένος σε παλαιά τεχνολογία ή σε παλαιές, ξεπερασμένες αρχές και μεθόδους, καθυστερημένος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρώνακτες («χειροτεχνικῶν περὶ συμβολαίων καὶ λοιδοριῶν», Πλάτ.)
2. επιδέξιος, ικανός σε κάτι
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ χειροτεχνική
η χειρωνακτική εργασία.
επίρρ...
χειροτεχνικῶς Α
χειρωνακτικά.
Greek Monotonic
χειροτεχνικός: -ή, -όν,
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε χειροτεχνία, επιδέξιος, χειροτεχνικώτατος, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για τεχνίτες, σε Πλάτ.
Middle Liddell
χειροτεχνικός, ή, όν [from χειροτέχνης
1. of or for handicraft, skilful, χειροτεχνικώτατος Ar.
2. of artisans, Plat.