διάστρεμμα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diastremma
|Transliteration C=diastremma
|Beta Code=dia/stremma
|Beta Code=dia/stremma
|Definition=ατος, τό, [[wrench]], [[dislocation]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Off.</span>23</span>.
|Definition=-ατος, τό, [[wrench]], [[dislocation]], Hp.''Off.''23.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[dislocación]], [[desviación]] Hp.<i>Mochl</i>.37, <i>Off</i>.23, <i>Prorrh</i>.2.10, Gal.18(2).888.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διάστρεμμα''': -ατος, τό, [[στρέβλωσις]], ἐξάρθρωσις, Ἱππ. κατ᾽ Ἰητρ. 748.
|lstext='''διάστρεμμα''': -ατος, τό, [[στρέβλωσις]], [[ἐξάρθρωσις]], Ἱππ. κατ᾽ Ἰητρ. 748.
}}
{{elnl
|elnltext=διάστρεμμα -ατος, τό [διαστρέφω] geneesk., [[dislocatie]].
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[dislocación]], [[desviación]] Hp.<i>Mochl</i>.37, <i>Off</i>.23, <i>Prorrh</i>.2.10, Gal.18(2).888.
|ptext=τό, <i>[[Verrenkung]]</i>, Hippocr.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[διάστρεμμα]]) [[διαστρέφω]]<br />βίαιη [[μετατόπιση]] οστού από [[άρθρωση]], [[εξάρθρωση]], [[στραμπούλισμα]], [[βγάλσιμο]] («ἐν τοῖσι πλευροῖσι διαστρέμματα ἔχουσι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαφωνία]] || <b>αρχ.-μσν.</b> διαστρεβλωμένο [[πρόβλημα]] ή [[ζήτημα]] («ἐν πᾱσι τοῖς λοιποῖς τῶν ἐναντίων πρὸς ἡμᾱς προβλήμασι καὶ διαστρέμμασιν»).
|mltxt=το (AM [[διάστρεμμα]]) [[διαστρέφω]]<br />βίαιη [[μετατόπιση]] οστού από [[άρθρωση]], [[εξάρθρωση]], [[στραμπούλισμα]], [[βγάλσιμο]] («ἐν τοῖσι πλευροῖσι διαστρέμματα ἔχουσι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαφωνία]] || <b>αρχ.-μσν.</b> διαστρεβλωμένο [[πρόβλημα]] ή [[ζήτημα]] («ἐν πᾱσι τοῖς λοιποῖς τῶν ἐναντίων πρὸς ἡμᾶς προβλήμασι καὶ διαστρέμμασιν»).
}}
}}
{{elnl
{{trml
|elnltext=διάστρεμμα -ατος, τό [διαστρέφω] geneesk., dislocatie.
|trtx====[[dislocation]]===
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 19 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάστρεμμα Medium diacritics: διάστρεμμα Low diacritics: διάστρεμμα Capitals: ΔΙΑΣΤΡΕΜΜΑ
Transliteration A: diástremma Transliteration B: diastremma Transliteration C: diastremma Beta Code: dia/stremma

English (LSJ)

-ατος, τό, wrench, dislocation, Hp.Off.23.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. dislocación, desviación Hp.Mochl.37, Off.23, Prorrh.2.10, Gal.18(2).888.

Greek (Liddell-Scott)

διάστρεμμα: -ατος, τό, στρέβλωσις, ἐξάρθρωσις, Ἱππ. κατ᾽ Ἰητρ. 748.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάστρεμμα -ατος, τό [διαστρέφω] geneesk., dislocatie.

German (Pape)

τό, Verrenkung, Hippocr.

Greek Monolingual

το (AM διάστρεμμα) διαστρέφω
βίαιη μετατόπιση οστού από άρθρωση, εξάρθρωση, στραμπούλισμα, βγάλσιμο («ἐν τοῖσι πλευροῖσι διαστρέμματα ἔχουσι»)
μσν.
διαφωνία

Translations