καλαθηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalathiforos
|Transliteration C=kalathiforos
|Beta Code=kalaqhfo/ros
|Beta Code=kalaqhfo/ros
|Definition=ον, [[basket-carrying]], Hsch.: [[Καλαθηφόροι]], title of play by Eubulus.
|Definition=καλαθηφόρον, [[basket-carrying]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: [[Καλαθηφόροι]], title of play by Eubulus.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰθηφόρος Medium diacritics: καλαθηφόρος Low diacritics: καλαθηφόρος Capitals: ΚΑΛΑΘΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kalathēphóros Transliteration B: kalathēphoros Transliteration C: kalathiforos Beta Code: kalaqhfo/ros

English (LSJ)

καλαθηφόρον, basket-carrying, Hsch.: Καλαθηφόροι, title of play by Eubulus.

German (Pape)

[Seite 1306] korbtragend, Hesych., οἱ κ., Titel einer Komödie des Eubulus.

Greek Monolingual

καλαθηφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που κρατά καλάθι
2. στον πληθ. Καλαθηφόροι
τίτλος δράματος του Ευβούλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλαθηφόρος αντί καλαθοφόρος για μετρικούς λόγους
προέρχεται από κάλαθος + -φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη-φόρος, στεφανηφόρος.