κατειλύω: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kateilyo
|Transliteration C=kateilyo
|Beta Code=kateilu/w
|Beta Code=kateilu/w
|Definition=[[cover up]], κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν <span class="bibl">Il.21.318</span>; ἐν βοείαις <span class="bibl">A.R.3.206</span>; ὄρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον <span class="bibl">Hdt.2.8</span>.
|Definition=[[cover up]], κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν Il.21.318; ἐν βοείαις A.R.3.206; ὄρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον [[Herodotus|Hdt.]]2.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] umwickeln, einhüllen; in tmesi, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Il. 21, 318; ἐν ἀδεψήτοισι βοείαις Ap. Rh. 3, 206; [[ὄρος]] [[πέτριον]] ψάμμῳ κατειλυμένον Her. 2, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] umwickeln, einhüllen; in tmesi, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Il. 21, 318; ἐν ἀδεψήτοισι βοείαις Ap. Rh. 3, 206; [[ὄρος]] [[πέτριον]] ψάμμῳ κατειλυμένον Her. 2, 8.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κατειλύω''': [[καλύπτω]], [[κρύπτω]], [[περιτυλίσσω]], κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Ἰλ. Φ. 318· ἐν βοείαις ἀδεψήτοισι κατειλύσαντες (τοὺς νεκροὺς) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 206· [[ὄρος]] πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον. Ἡρόδ. 2. 8.
|btext=[[envelopper]], [[recouvrir]], [[ἔν τινι dans qch]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἰλύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ειλύω bedekken:. ὄρος πέτρινον... ψάμμῳ κατειλυμένον een rotsige berg bedekt met zand Hdt. 2.8.2.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=envelopper, recouvrir, ἔν τινι dans qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἰλύω]].
|elrutext='''κατειλύω:''' [[обволакивать]], [[окружать]] (τινὰ ψαμάθοισιν Hom. - in tmesi): [[οὖρος]] πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. каменная гора, сплошь покрытая песком.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κατειλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[καλύπτω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ὄρος]] ψάμμῳ κατειλῡμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κατειλύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[καλύπτω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., [[ὄρος]] ψάμμῳ κατειλῡμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατειλύω:''' [[обволакивать]], [[окружать]] (τινὰ ψαμάθοισιν Hom. - in tmesi): [[οὖρος]] πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. каменная гора, сплошь покрытая песком.
|lstext='''κατειλύω''': [[καλύπτω]], [[κρύπτω]], [[περιτυλίσσω]], κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Ἰλ. Φ. 318· ἐν βοείαις ἀδεψήτοισι κατειλύσαντες (τοὺς νεκροὺς) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 206· [[ὄρος]] πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον. Ἡρόδ. 2. 8.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ειλύω bedekken:. ὄρος πέτρινον... ψάμμῳ κατειλυμένον een rotsige berg bedekt met zand Hdt. 2.8.2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ύσω<br />to [[cover]] up, Il.: Pass., [[ὄρος]] ψάμμῳ κατειλῡμένον (perf. [[part]].) Hdt.
|mdlsjtxt=fut. ύσω<br />to [[cover]] up, Il.: Pass., [[ὄρος]] ψάμμῳ κατειλῡμένον (perf. [[part]].) Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατειλύω Medium diacritics: κατειλύω Low diacritics: κατειλύω Capitals: ΚΑΤΕΙΛΥΩ
Transliteration A: kateilýō Transliteration B: kateilyō Transliteration C: kateilyo Beta Code: kateilu/w

English (LSJ)

cover up, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν Il.21.318; ἐν βοείαις A.R.3.206; ὄρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Hdt.2.8.

German (Pape)

[Seite 1394] umwickeln, einhüllen; in tmesi, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Il. 21, 318; ἐν ἀδεψήτοισι βοείαις Ap. Rh. 3, 206; ὄρος πέτριον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

envelopper, recouvrir, ἔν τινι dans qch.
Étymologie: κατά, εἰλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ειλύω bedekken:. ὄρος πέτρινον... ψάμμῳ κατειλυμένον een rotsige berg bedekt met zand Hdt. 2.8.2.

Russian (Dvoretsky)

κατειλύω: обволакивать, окружать (τινὰ ψαμάθοισιν Hom. - in tmesi): οὖρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. каменная гора, сплошь покрытая песком.

Greek Monolingual

κατειλύω (Α)
περιτυλίγω, περικαλύπτω, καλύπτω («κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἰλύω «περιτυλίγω»].

Greek Monotonic

κατειλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], καλύπτω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ὄρος ψάμμῳ κατειλῡμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατειλύω: καλύπτω, κρύπτω, περιτυλίσσω, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Ἰλ. Φ. 318· ἐν βοείαις ἀδεψήτοισι κατειλύσαντες (τοὺς νεκροὺς) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 206· ὄρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον. Ἡρόδ. 2. 8.

Middle Liddell

fut. ύσω
to cover up, Il.: Pass., ὄρος ψάμμῳ κατειλῡμένον (perf. part.) Hdt.