κομψευριπικῶς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kompsevripikos
|Transliteration C=kompsevripikos
|Beta Code=komyeuripikw=s
|Beta Code=komyeuripikw=s
|Definition=Adv. [[with Euripides-quibbles]] (shortd. from [[κομψευριπιδικῶς]]), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>18</span>.
|Definition=Adv. [[with Euripides-quibbles]] (shortd. from [[κομψευριπιδικῶς]]), [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''18.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />[[avec une élégance digne d'Euripide]].<br />'''Étymologie:''' [[κομψός]], [[Εὐριπίδης]].
}}
{{elnl
|elnltext=κομψευριπικῶς &#91;[[κομψός]], [[Εὐριπίδης]]] adv., met Euripideïsche spitsvondigheid.
}}
{{pape
|ptext=s. [[κομψευριπιδικῶς]].
}}
{{elru
|elrutext='''κομψευρῑπικῶς:''' [из *[[κομψευριπιδικῶς]] от [[κομψός]] + [[Εὐριπίδης]] ирон. с эврипидовским изяществом ([[εἰπεῖν]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κομψευρῑπικῶς''': Ἐπίρρ., μὲ κομψεύματα Εὐριπίδου (συγκεκομμένον ἐκ τοῦ κομψευριπιδικῶς, [[ὅπερ]] ἦν ἡ ἀρχαία γραφή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 18.
|lstext='''κομψευρῑπικῶς''': Ἐπίρρ., μὲ κομψεύματα Εὐριπίδου (συγκεκομμένον ἐκ τοῦ κομψευριπιδικῶς, [[ὅπερ]] ἦν ἡ ἀρχαία γραφή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 18.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec une élégance digne d'Euripide.<br />'''Étymologie:''' [[κομψός]], [[Εὐριπίδης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κομψευρῑπικῶς:''' επίρρ., με τα κομψεύματα του Ευριπίδη (συντετμ. από το [[κομψευριπιδικῶς]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κομψευρῑπικῶς:''' επίρρ., με τα κομψεύματα του Ευριπίδη (συντετμ. από το [[κομψευριπιδικῶς]], σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=κομψευριπικῶς [κομψός, Εὐριπίδης] adv., met Euripideïsche spitsvondigheid.
}}
{{elru
|elrutext='''κομψευρῑπικῶς:''' [из *[[κομψευριπιδικῶς]] от [[κομψός]] + [[Εὐριπίδης]] ирон. с эврипидовским изяществом ([[εἰπεῖν]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />with [[Euripides]]-prettinesses (shortened from κομψευριπιδικῶσ), Ar.
|mdlsjtxt=with [[Euripides]]-prettinesses (shortened from κομψευριπιδικῶσ), Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομψευρῑπικῶς Medium diacritics: κομψευριπικῶς Low diacritics: κομψευριπικώς Capitals: ΚΟΜΨΕΥΡΙΠΙΚΩΣ
Transliteration A: kompseuripikō̂s Transliteration B: kompseuripikōs Transliteration C: kompsevripikos Beta Code: komyeuripikw=s

English (LSJ)

Adv. with Euripides-quibbles (shortd. from κομψευριπιδικῶς), Ar.Eq.18.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec une élégance digne d'Euripide.
Étymologie: κομψός, Εὐριπίδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομψευριπικῶς [κομψός, Εὐριπίδης] adv., met Euripideïsche spitsvondigheid.

German (Pape)

s. κομψευριπιδικῶς.

Russian (Dvoretsky)

κομψευρῑπικῶς: [из *κομψευριπιδικῶς от κομψός + Εὐριπίδης ирон. с эврипидовским изяществом (εἰπεῖν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

κομψευρῑπικῶς: Ἐπίρρ., μὲ κομψεύματα Εὐριπίδου (συγκεκομμένον ἐκ τοῦ κομψευριπιδικῶς, ὅπερ ἦν ἡ ἀρχαία γραφή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 18.

Greek Monolingual

κομψευριπικῶς και κομψευριπιδικῶς (Α)
επίρρ. με κομψεύματα του Ευριπίδη, με κομψολογήματα («εἴποιμ' ἂν αὐτὸ δῆτα κομψευριπικῶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψευριπιδικῶς, με απλολογία (< κομψός + Ευριπίδης)].

Greek Monotonic

κομψευρῑπικῶς: επίρρ., με τα κομψεύματα του Ευριπίδη (συντετμ. από το κομψευριπιδικῶς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

with Euripides-prettinesses (shortened from κομψευριπιδικῶσ), Ar.