μαστιχέλαιον: Difference between revisions
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαστιχέλαιον]], τὸ (Α)<br />[[έλαιο]] το οποίο παράγεται από τη [[μαστίχα]]. | |mltxt=[[μαστιχέλαιον]], τὸ (Α)<br />[[έλαιο]] το οποίο παράγεται από τη [[μαστίχα]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>[[Mastixöl]]</i>, Diosc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:07, 24 November 2022
English (LSJ)
τό, mastich-oil, Dsc.1.42 (in lemmate).
Greek (Liddell-Scott)
μαστῐχέλαιον: τό, μαστίχης ἔλαιον, Διοσκ. 1. 51 (ἐν τῷ λήμματι, δηλ. τῇ ἐπιγραφῇ, διότι ἐν τῷ κειμένῳ ὁ Διοσκ. καλεῖ αὐτό: μαστίχιον (ἔλαιον)).
Greek Monolingual
μαστιχέλαιον, τὸ (Α)
έλαιο το οποίο παράγεται από τη μαστίχα.
German (Pape)
τό, Mastixöl, Diosc.