νεβρίτης: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nevritis | |Transliteration C=nevritis | ||
|Beta Code=nebri/ths | |Beta Code=nebri/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[like a fawnskin]], <b class="b3">ν. λίθος</b>, a precious stone, | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[like a fawnskin]], <b class="b3">ν. λίθος</b>, a precious stone, Orph.''L.''748:—also [[νεβρῖτις]], ιδος, ἡ, Plin.''HN''37.175. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεβρίτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[νεβρίδα]] («[[νεβρίτης]] [[λίθος]]» — [[πολύτιμος]] [[ιερός]] [[λίθος]] του Βάκχου ο [[οποίος]] έμοιαζε με [[δέρμα]] νεβρού, <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεβρός]] «[[ελαφάκι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]], δηλωτικό ονομ. λίθων ( | |mltxt=[[νεβρίτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[νεβρίδα]] («[[νεβρίτης]] [[λίθος]]» — [[πολύτιμος]] [[ιερός]] [[λίθος]] του Βάκχου ο [[οποίος]] έμοιαζε με [[δέρμα]] νεβρού, <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεβρός]] «[[ελαφάκι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]], δηλωτικό ονομ. λίθων ([[πρβλ]]. [[κογχίτης]], [[λυχνίτης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, like a fawnskin, ν. λίθος, a precious stone, Orph.L.748:—also νεβρῖτις, ιδος, ἡ, Plin.HN37.175.
German (Pape)
[Seite 235] ὁ, = νεβρίας, λίθος, ein dem Bacchus heiliger Stein, von seiner Farbe, Plin. H. N. 37, 10. Auch Orph. lith. 19, 1. 7 richtige Leseart für νευρίτης.
Greek (Liddell-Scott)
νεβρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς νεβρίδα, ν. λίθος, λίθος τις πολύτιμος, Ὀρφ. Λιθ. 742, Πλίν. 37. 64.
Greek Monolingual
νεβρίτης, ὁ (Α)
αυτός που μοιάζει με νεβρίδα («νεβρίτης λίθος» — πολύτιμος ιερός λίθος του Βάκχου ο οποίος έμοιαζε με δέρμα νεβρού, Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα -ίτης, δηλωτικό ονομ. λίθων (πρβλ. κογχίτης, λυχνίτης)].