νουθέτημα: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nouthetima | |Transliteration C=nouthetima | ||
|Beta Code=nouqe/thma | |Beta Code=nouqe/thma | ||
|Definition=ατος, τό, [[admonition]], [[warning]], | |Definition=-ατος, τό, [[admonition]], [[warning]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''830 (pl.), E.''Fr.''962 (pl.), Pl. ''Grg.''525c (pl.), etc.; <b class="b3">τἀμὰ νουθετήματα</b> given [by you] to me, S.''El.'' 343. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[avertissement]], [[admonestation]], [[remontrance]].<br />'''Étymologie:''' [[νουθετέω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>[[Ermahnung]]</i>; Aesch. <i>Pers</i>. 816; Soph. <i>El</i>. 1135; Eur. <i>Phoen</i>. 595; Plat. <i>Gorg</i>. 525c und Folgde, wie Plut. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νουθέτημα:''' ατος τό [[увещевание]], [[наставление]], [[совет]] Aesch., Eur., Plat., Plut.: τἀμὰ νουθετήματα Soph. даваемые мне (тобой) советы. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νουθέτημα''': τό, [[συμβουλή]], [[παραίνεσις]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 830, Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· ἅπαντα γάρ σοι τἀμὰ νουθετήματα κείνης διδακτά, κοὐδὲν ἐκ σαυτῆς λέγεις, ἅπαντα τὰ ὑπὸ σοῦ πρὸς ἐμὲ ἀποτεινόμενα νουθετήματα παρ’ ἐκείνης τὰ ἐδιδάχθης καὶ οὐδὲν ἰδικόν σου λέγεις, Σοφ. Ἠλ. 343. | |lstext='''νουθέτημα''': τό, [[συμβουλή]], [[παραίνεσις]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 830, Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· ἅπαντα γάρ σοι τἀμὰ νουθετήματα κείνης διδακτά, κοὐδὲν ἐκ σαυτῆς λέγεις, ἅπαντα τὰ ὑπὸ σοῦ πρὸς ἐμὲ ἀποτεινόμενα νουθετήματα παρ’ ἐκείνης τὰ ἐδιδάχθης καὶ οὐδὲν ἰδικόν σου λέγεις, Σοφ. Ἠλ. 343. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νουθέτημα:''' -ατος, τό, [[παραίνεση]], [[προειδοποίηση]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· <i>τἀμὰνουθετήματα</i>, νουθεσίες που δόθηκαν σε μένα, σε Σοφ. | |lsmtext='''νουθέτημα:''' -ατος, τό, [[παραίνεση]], [[προειδοποίηση]], σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· <i>τἀμὰνουθετήματα</i>, νουθεσίες που δόθηκαν σε μένα, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:30, 17 February 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, admonition, warning, A.Pers.830 (pl.), E.Fr.962 (pl.), Pl. Grg.525c (pl.), etc.; τἀμὰ νουθετήματα given [by you] to me, S.El. 343.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
avertissement, admonestation, remontrance.
Étymologie: νουθετέω.
German (Pape)
τό, Ermahnung; Aesch. Pers. 816; Soph. El. 1135; Eur. Phoen. 595; Plat. Gorg. 525c und Folgde, wie Plut.
Russian (Dvoretsky)
νουθέτημα: ατος τό увещевание, наставление, совет Aesch., Eur., Plat., Plut.: τἀμὰ νουθετήματα Soph. даваемые мне (тобой) советы.
Greek (Liddell-Scott)
νουθέτημα: τό, συμβουλή, παραίνεσις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 830, Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· ἅπαντα γάρ σοι τἀμὰ νουθετήματα κείνης διδακτά, κοὐδὲν ἐκ σαυτῆς λέγεις, ἅπαντα τὰ ὑπὸ σοῦ πρὸς ἐμὲ ἀποτεινόμενα νουθετήματα παρ’ ἐκείνης τὰ ἐδιδάχθης καὶ οὐδὲν ἰδικόν σου λέγεις, Σοφ. Ἠλ. 343.
Greek Monolingual
το (ΑΜ νουθέτημα) νουθετώ
συμβουλή, παραίνεση, νουθέτηση («ἄγαν δὲ μωραίνοντι νουθετήματα», Πλούτ.).
Greek Monotonic
νουθέτημα: -ατος, τό, παραίνεση, προειδοποίηση, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· τἀμὰνουθετήματα, νουθεσίες που δόθηκαν σε μένα, σε Σοφ.
Middle Liddell
νουθέτημα, ατος, τό, [from νουθετέω
admonition, warning, Aesch., Eur., etc.; τἀμὰ νουθετήματα given to me, Soph.