ἑνιαῖος: Difference between revisions
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eniaios | |Transliteration C=eniaios | ||
|Beta Code=e(niai=os | |Beta Code=e(niai=os | ||
|Definition=α, ον, (ἕν) [[single]], [[unitary]], λόγος | |Definition=α, ον, ([[ἕν]]) [[single]], [[unitary]], λόγος Aristid.Quint.1.3; αἰτία Iamb.''Myst.''8.3; οὐσία ἑ. καὶ ἀμέριστος Procl.''in Prm.''p.564S., etc.: pl., ἑνιαῖα [[individual elements]], Iamb.''in Nic.''p.81P.; [[concerned with unity]], γνῶσις Dam.''Pr.''25bis. Adv. [[ἑνιαίως]] Ptol.''Tetr.''1, Iamb.''Comm. Math.'' 10, Procl. ''in Prm.''p.589S., Dam.''Pr.''1, etc. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[único]], [[solo]]<br /><b class="num">a)</b> τὴν ἐντόπιον γεγραφὼς ἱστορίαν ἑνιαίαν que escribió la historia del lugar en un solo libro</i> D.L.7.35, λόγοι Iambl.<i>Comm.Math</i>.24, ἑνιαία πάντων [[αἰτία]] Iambl.<i>Myst</i>.8.3, οὐσία ἑνιαία καὶ [[ἀμέριστος]] Procl.<i>in Prm</i>.731;<br /><b class="num">b)</b> [[unitario]] λόγος ἑ. Razón Unitaria</i> otro n. dado al Demiurgo, Aristid.Quint.4.9, τῆς τρισσοφαοῦς ἑνιαίας Θεότητος Origenes M.17.204A, πᾶς ὁ θεῖος ἀριθμὸς ἑνιαῖός ἐστιν la totalidad de los dioses es unitaria</i> Procl.<i>Inst</i>.113, ἑ. γνῶσις Dam.<i>Pr</i>.25<sup>2</sup> (p.65), cf. Simp.<i>in Ph</i>.638.15;<br /><b class="num">c)</b> neutr. subst. τὸ ἑ. [[unidad]] ἀχώρητον [[γάρ]] ἐστι τῷ πλήθει τὸ ἑνιαῖον τοῦ θείου es incomprensible para los hombres la unidad de lo divino</i> Dion.Ar.<i>DN</i> 4.12, cf. Didym.<i>Trin</i>.2.5.10.1, en plu. τὰ ἐνιαῖα elementos individuales o unidades</i> que componen una cantidad, Iambl.<i>in Nic</i>.81.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[de modo unitario]] τὸ [[ἅγιον]] δὲ πνεῦμα ἓν καὶ μόνον εἶναι γέγραπται, [[διά]] τε τὸ ἑ. ... ἐκ τῆς ὑποστάσεως τοῦ ... πατρὸς ἐκπορευθῆναι Didym.<i>Trin</i>.2.5.2.18, (ψυχὴ) ... παροῦσα καὶ ἑ. αὐτῶν ὅλων μετέχουσα Iambl.<i>Comm.Math</i>.10, cf. Procl.<i>in Prm</i>.759, ἑ. τε καὶ ἡνωμένως καὶ πεπληθυσμένως de modo unitario, de modo unificado, y de modo plural</i> ref. a los modos de concebir el todo, Dam.<i>Pr</i>.1 (I p.3). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png Seite 844]] einfach, D. L. 7, 35. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png Seite 844]] einfach, D. L. 7, 35. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑνιαῖος:''' [[один]], [[единственный]]: γεγραφὼς ἱστορίαν ἑνιαίαν Diog. L. написавший историю в одной книге. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑνιαῖος''': -α, -ον, (ἓν) [[μόνος]], [[μοναδικός]], εἷς καὶ οὐχὶ [[ἄλλος]], Διογ. Λ. 7. 35· ἴδε Λοβέκκ. εἰς Φρύν. 543. - Ἐπίρρ. ἐνιαίως. Δίδ. Ἀλ. 492Α, Πρόκλ. Παρμ. 589 (192), 634 (44), κτλ., πρβλ. Κόντου Φιλολ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 62. | |lstext='''ἑνιαῖος''': -α, -ον, (ἓν) [[μόνος]], [[μοναδικός]], εἷς καὶ οὐχὶ [[ἄλλος]], Διογ. Λ. 7. 35· ἴδε Λοβέκκ. εἰς Φρύν. 543. - Ἐπίρρ. ἐνιαίως. Δίδ. Ἀλ. 492Α, Πρόκλ. Παρμ. 589 (192), 634 (44), κτλ., πρβλ. Κόντου Φιλολ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 62. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM ἑνιαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που αποτελεί μια [[ενότητα]], ένα όλον, που περιλαμβάνεται σε μια [[ενότητα]], ο [[μοναδικός]], ο [[απλός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον πολλαπλό, τον πολυμερή («ενιαία [[διοίκηση]]», «ενιαίο [[μέτωπο]]», «ενιαία [[διαχείριση]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑνιαῖον</i><br />[[μονάδα]], [[ενότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑνιαία</i><br />άτομα, ατομικά στοιχεία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενιαίως</i><br />[[κατά]] τρόπο ενιαίο, που να αποτελεί μιαν [[ενότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εις</i>, <i>ενός</i>]. | |mltxt=-α, -ο (AM ἑνιαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που αποτελεί μια [[ενότητα]], ένα όλον, που περιλαμβάνεται σε μια [[ενότητα]], ο [[μοναδικός]], ο [[απλός]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον πολλαπλό, τον πολυμερή («ενιαία [[διοίκηση]]», «ενιαίο [[μέτωπο]]», «ενιαία [[διαχείριση]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑνιαῖον</i><br />[[μονάδα]], [[ενότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑνιαία</i><br />άτομα, ατομικά στοιχεία. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενιαίως</i><br />[[κατά]] τρόπο ενιαίο, που να αποτελεί μιαν [[ενότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εις</i>, <i>ενός</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, (ἕν) single, unitary, λόγος Aristid.Quint.1.3; αἰτία Iamb.Myst.8.3; οὐσία ἑ. καὶ ἀμέριστος Procl.in Prm.p.564S., etc.: pl., ἑνιαῖα individual elements, Iamb.in Nic.p.81P.; concerned with unity, γνῶσις Dam.Pr.25bis. Adv. ἑνιαίως Ptol.Tetr.1, Iamb.Comm. Math. 10, Procl. in Prm.p.589S., Dam.Pr.1, etc.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 único, solo
a) τὴν ἐντόπιον γεγραφὼς ἱστορίαν ἑνιαίαν que escribió la historia del lugar en un solo libro D.L.7.35, λόγοι Iambl.Comm.Math.24, ἑνιαία πάντων αἰτία Iambl.Myst.8.3, οὐσία ἑνιαία καὶ ἀμέριστος Procl.in Prm.731;
b) unitario λόγος ἑ. Razón Unitaria otro n. dado al Demiurgo, Aristid.Quint.4.9, τῆς τρισσοφαοῦς ἑνιαίας Θεότητος Origenes M.17.204A, πᾶς ὁ θεῖος ἀριθμὸς ἑνιαῖός ἐστιν la totalidad de los dioses es unitaria Procl.Inst.113, ἑ. γνῶσις Dam.Pr.252 (p.65), cf. Simp.in Ph.638.15;
c) neutr. subst. τὸ ἑ. unidad ἀχώρητον γάρ ἐστι τῷ πλήθει τὸ ἑνιαῖον τοῦ θείου es incomprensible para los hombres la unidad de lo divino Dion.Ar.DN 4.12, cf. Didym.Trin.2.5.10.1, en plu. τὰ ἐνιαῖα elementos individuales o unidades que componen una cantidad, Iambl.in Nic.81.
2 adv. -ως de modo unitario τὸ ἅγιον δὲ πνεῦμα ἓν καὶ μόνον εἶναι γέγραπται, διά τε τὸ ἑ. ... ἐκ τῆς ὑποστάσεως τοῦ ... πατρὸς ἐκπορευθῆναι Didym.Trin.2.5.2.18, (ψυχὴ) ... παροῦσα καὶ ἑ. αὐτῶν ὅλων μετέχουσα Iambl.Comm.Math.10, cf. Procl.in Prm.759, ἑ. τε καὶ ἡνωμένως καὶ πεπληθυσμένως de modo unitario, de modo unificado, y de modo plural ref. a los modos de concebir el todo, Dam.Pr.1 (I p.3).
German (Pape)
[Seite 844] einfach, D. L. 7, 35.
Russian (Dvoretsky)
ἑνιαῖος: один, единственный: γεγραφὼς ἱστορίαν ἑνιαίαν Diog. L. написавший историю в одной книге.
Greek (Liddell-Scott)
ἑνιαῖος: -α, -ον, (ἓν) μόνος, μοναδικός, εἷς καὶ οὐχὶ ἄλλος, Διογ. Λ. 7. 35· ἴδε Λοβέκκ. εἰς Φρύν. 543. - Ἐπίρρ. ἐνιαίως. Δίδ. Ἀλ. 492Α, Πρόκλ. Παρμ. 589 (192), 634 (44), κτλ., πρβλ. Κόντου Φιλολ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 62.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἑνιαῖος, -α, -ον)
αυτός που αποτελεί μια ενότητα, ένα όλον, που περιλαμβάνεται σε μια ενότητα, ο μοναδικός, ο απλός, σε αντιδιαστολή με τον πολλαπλό, τον πολυμερή («ενιαία διοίκηση», «ενιαίο μέτωπο», «ενιαία διαχείριση»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑνιαῖον
μονάδα, ενότητα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑνιαία
άτομα, ατομικά στοιχεία.
επίρρ...
ενιαίως
κατά τρόπο ενιαίο, που να αποτελεί μιαν ενότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός].