ἀπείλλω: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)pei/llw
|Beta Code=a)pei/llw
|Definition=v. [[ἀπίλλω]].
|Definition=v. [[ἀπίλλω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀπίλλω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0284.png Seite 284]] [[varia lectio|v.l.]] für [[ἀπίλλω]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0284.png Seite 284]] [[varia lectio|v.l.]] für [[ἀπίλλω]], w. m. s.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπείλλω''': ὅμοιον τῷ [[ἀπειλέω]], ἀπωθῶ, ὠθῶ [[ὀπίσω]], ἀλλ’ εὕρηται πιθανῶς μόνον ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἀττικῇ δικανικῇ φράσει, [[ὅστις]] ἀπείλλῃ (ἀπίλλῃ, Scheibe) τῇ θύρᾳ, [[ὅστις]] κλείει τὴν ὁδὸν διὰ θύρας, παρὰ Λυσ. 117. 37· πρβλ. [[ἐξείλλω]], Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλεῖν 10.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀπειλέω]]²;<br /><i>c.</i> [[ἀπίλλω]].
|btext=<i>c.</i> [[ἀπειλέω]]²;<br /><i>c.</i> [[ἀπίλλω]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=v. [[ἀπίλλω]].
|elrutext='''ἀπείλλω:''' Lys. [[varia lectio|v.l.]] = [[ἀπίλλω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀπείλλω''': ὅμοιον τῷ [[ἀπειλέω]], ἀπωθῶ, ὠθῶ [[ὀπίσω]], ἀλλ’ εὕρηται πιθανῶς μόνον ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἀττικῇ δικανικῇ φράσει, [[ὅστις]] ἀπείλλῃ (ἀπίλλῃ, Scheibe) τῇ θύρᾳ, [[ὅστις]] κλείει τὴν ὁδὸν διὰ θύρας, παρὰ Λυσ. 117. 37· πρβλ. [[ἐξείλλω]], Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλεῖν 10.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπείλλω:''' ή -[[είλω]], = [[ἀπειλέω]], [[φράζω]] το δρόμο, [[προβάλλω]] προσκόμματα, σε Λυσ.
|lsmtext='''ἀπείλλω:''' ή -[[είλω]], = [[ἀπειλέω]], [[φράζω]] το δρόμο, [[προβάλλω]] προσκόμματα, σε Λυσ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπείλλω:''' Lys. [[varia lectio|v.l.]] = [[ἀπίλλω]].
}}
}}

Latest revision as of 18:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπείλλω Medium diacritics: ἀπείλλω Low diacritics: απείλλω Capitals: ΑΠΕΙΛΛΩ
Transliteration A: apeíllō Transliteration B: apeillō Transliteration C: apeillo Beta Code: a)pei/llw

English (LSJ)

v. ἀπίλλω.

Spanish (DGE)

v. ἀπίλλω.

German (Pape)

[Seite 284] v.l. für ἀπίλλω, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

c. ἀπειλέω²;
c. ἀπίλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπείλλω: Lys. v.l. = ἀπίλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπείλλω: ὅμοιον τῷ ἀπειλέω, ἀπωθῶ, ὠθῶ ὀπίσω, ἀλλ’ εὕρηται πιθανῶς μόνον ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἀττικῇ δικανικῇ φράσει, ὅστις ἀπείλλῃ (ἀπίλλῃ, Scheibe) τῇ θύρᾳ, ὅστις κλείει τὴν ὁδὸν διὰ θύρας, παρὰ Λυσ. 117. 37· πρβλ. ἐξείλλω, Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. εἰλεῖν 10.

Greek Monotonic

ἀπείλλω: ή -είλω, = ἀπειλέω, φράζω το δρόμο, προβάλλω προσκόμματα, σε Λυσ.