στρούθειος: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stroytheios | |Transliteration C=stroytheios | ||
|Beta Code=strou/qeios | |Beta Code=strou/qeios | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of an ostrich]], ᾠόν PMich.Zen.9r.2 (iii B.C.); [[ὀειὸν]]( = [[ᾠόν]]) τρούθ[ιον] Sammelb.7243.21 (iv A.D.); cf. [[στρουθός]] fin.<br><span class="bld">2</span> (''[[sc.]]'' [[κρέας]]),= [[passerina caro]], ''Glossaria'' (written stroiton).<br><span class="bld">II</span> [[στρούθειον]] [[μῆλον]], τό, a kind of [[quince]], [[Pyrus cydonia]], AP6.252 (Antiphil.); so without [[μῆλον]], Nic.Al.234; also written [[στρούθιον]], Thphr.HP2.2.5, Dsc. 1.115, cf. Philem.1, Gal.6.450 (parox.), 602.<br><span class="bld">III</span> [[στρούθειον]] = [[στρουθός]] ΙΙΙ, [[soap-wort]], [[Saponaria officinalis]], Orph.A.960, Hp.Nat.Mul. 32, Thphr.HP6.4.3, Eub.104 (lyr.), PCair.Zen.430.15 (iii B.C.), Dsc.2.163, POxy.1088.26 (i A.D.), Aret.CA1.2; usually written στρούθιον in codd., but στρούθειον in Orph.l.c., corroborated by the metre and by στρούθεον in PCair.Zen.l.c.; the metre is doubtful in Eub. [[l.c.]]; both [[στρούθιον]] and [[στρούθειον]] are found in PHolm.., 15.2, al., 25.22. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0955.png Seite 955]] vom od. zum Vogel, zum Spatz oder Strauß gehörig. – Aber στρούθειον [[μῆλον]] bei Antiphil. 3 (VI, 252) ist = [[στρουθίον]] 3. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, θηλ. και -εία και τ. ουδ. στρούθιον και [[τρούθιον]] Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουθό, στον σπουργίτη, ή στη στρουθοκάμηλο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[στρούθειον]] και <i>στρούθιον</i><br />[[φυτό]] κατάλληλο για τον καθαρισμό του μαλλιού και τών υφασμάτων, κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[σαπουνόχορτο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[στρούθειον]] [[κρέας]]» — [[κρέας]] από στρουθοκάμηλο<br />β) «[[στρούθειον]] [[μῆλον]]» ή [[απλώς]] «[[στρούθειον]]» — [[είδος]] κυδωνιών (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]]. Ο παρλλ. τ. [[τρούθιον]] μπορεί πιθ. να ερμηνευθεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>τρουθός</i> της λ. [[στρουθός]] ([[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>-, <b>πρβλ.</b> τα ανθρωπωνύμια <i>Τροῦθος</i>, <i>Τρούθων</i>)]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρούθειος:''' [[воробьиный]] или [[страусовый]]: [[στρούθειον]] [[μῆλον]] Anth. воробьиное яблоко (род айвы). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:02, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A of an ostrich, ᾠόν PMich.Zen.9r.2 (iii B.C.); ὀειὸν( = ᾠόν) τρούθ[ιον] Sammelb.7243.21 (iv A.D.); cf. στρουθός fin.
2 (sc. κρέας),= passerina caro, Glossaria (written stroiton).
II στρούθειον μῆλον, τό, a kind of quince, Pyrus cydonia, AP6.252 (Antiphil.); so without μῆλον, Nic.Al.234; also written στρούθιον, Thphr.HP2.2.5, Dsc. 1.115, cf. Philem.1, Gal.6.450 (parox.), 602.
III στρούθειον = στρουθός ΙΙΙ, soap-wort, Saponaria officinalis, Orph.A.960, Hp.Nat.Mul. 32, Thphr.HP6.4.3, Eub.104 (lyr.), PCair.Zen.430.15 (iii B.C.), Dsc.2.163, POxy.1088.26 (i A.D.), Aret.CA1.2; usually written στρούθιον in codd., but στρούθειον in Orph.l.c., corroborated by the metre and by στρούθεον in PCair.Zen.l.c.; the metre is doubtful in Eub. l.c.; both στρούθιον and στρούθειον are found in PHolm.., 15.2, al., 25.22.
German (Pape)
[Seite 955] vom od. zum Vogel, zum Spatz oder Strauß gehörig. – Aber στρούθειον μῆλον bei Antiphil. 3 (VI, 252) ist = στρουθίον 3.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και -εία και τ. ουδ. στρούθιον και τρούθιον Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουθό, στον σπουργίτη, ή στη στρουθοκάμηλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρούθειον και στρούθιον
φυτό κατάλληλο για τον καθαρισμό του μαλλιού και τών υφασμάτων, κν. γνωστό σήμερα ως σαπουνόχορτο
3. φρ. α) «στρούθειον κρέας» — κρέας από στρουθοκάμηλο
β) «στρούθειον μῆλον» ή απλώς «στρούθειον» — είδος κυδωνιών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός. Ο παρλλ. τ. τρούθιον μπορεί πιθ. να ερμηνευθεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. τρουθός της λ. στρουθός (χωρίς αρκτικό σ-, πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Τροῦθος, Τρούθων)].
Russian (Dvoretsky)
στρούθειος: воробьиный или страусовый: στρούθειον μῆλον Anth. воробьиное яблоко (род айвы).