Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡλιοστιβής: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iliostivis
|Transliteration C=iliostivis
|Beta Code=&#42;(hliostibh/s
|Beta Code=&#42;(hliostibh/s
|Definition=ές, [[sun-trodden]], ἀντολαί <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>791</span>.
|Definition=ἡλιοστιβές, [[sun-trodden]], ἀντολαί [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''791.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1163.png Seite 1163]] ές, von der Sonne betreten, durchwandelt, ἀντολαί Aesch. Prom. 793.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1163.png Seite 1163]] ές, von der Sonne betreten, durchwandelt, ἀντολαί Aesch. Prom. 793.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />parcouru, <i>càd</i> éclairé par le soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]], [[στείβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡλιοστῐβής:''' проходимый солнцем, т. е. освещаемый лучами солнца (ἀντολαί Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] ἡλίου στίβει).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡλιοστῐβής''': -ές, πατούμενος, διατρεχόμενος, φωτιζόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἀντολαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 791.
|lstext='''ἡλιοστῐβής''': -ές, πατούμενος, διατρεχόμενος, φωτιζόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἀντολαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 791.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />parcouru, <i>càd</i> éclairé par le soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]], [[στείβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡλιοστιβής]], -ές (Α)<br />αυτός που πατιέται από το [[άρμα]] του ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο [[ηλιοφώτιστος]] («ἡλιοστιβεῑς ἀνατολαί», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στείβω]] «[[πατώ]]»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιβ</i>- της ρίζας <i>στειβ</i>- ([[πρβλ]]. [[πεδοστιβής]], [[χθονοστιβής]])].
|mltxt=[[ἡλιοστιβής]], -ές (Α)<br />αυτός που πατιέται από το [[άρμα]] του ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο [[ηλιοφώτιστος]] («ἡλιοστιβεῖς ἀνατολαί», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στείβω]] «[[πατώ]]»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στιβ</i>- της ρίζας <i>στειβ</i>- ([[πρβλ]]. [[πεδοστιβής]], [[χθονοστιβής]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡλιοστῐβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός τον οποίο διαπερνά και φωτίζει ο [[ήλιος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἡλιοστῐβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός τον οποίο διαπερνά και φωτίζει ο [[ήλιος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡλιοστῐβής:''' проходимый солнцем, т. е. освещаемый лучами солнца (ἀντολαί Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] ἡλίου στίβει).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἡλιο-στῐβής, ές [[στείβω]]<br />sun-[[trodden]], Aesch.
|mdlsjtxt=ἡλιο-στῐβής, ές [[στείβω]]<br />sun-[[trodden]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἡλιοστῐβής Medium diacritics: ἡλιοστιβής Low diacritics: ηλιοστιβής Capitals: ΗΛΙΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: hēliostibḗs Transliteration B: hēliostibēs Transliteration C: iliostivis Beta Code: *(hliostibh/s

English (LSJ)

ἡλιοστιβές, sun-trodden, ἀντολαί A.Pr.791.

German (Pape)

[Seite 1163] ές, von der Sonne betreten, durchwandelt, ἀντολαί Aesch. Prom. 793.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
parcouru, càd éclairé par le soleil.
Étymologie: ἥλιος, στείβω.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιοστῐβής: проходимый солнцем, т. е. освещаемый лучами солнца (ἀντολαί Aesch. - v.l. ἡλίου στίβει).

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιοστῐβής: -ές, πατούμενος, διατρεχόμενος, φωτιζόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἀντολαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 791.

Greek Monolingual

ἡλιοστιβής, -ές (Α)
αυτός που πατιέται από το άρμα του ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιοφώτιστος («ἡλιοστιβεῖς ἀνατολαί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -στιβης (< στείβω «πατώ»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- της ρίζας στειβ- (πρβλ. πεδοστιβής, χθονοστιβής)].

Greek Monotonic

ἡλιοστῐβής: -ές (στείβω), αυτός τον οποίο διαπερνά και φωτίζει ο ήλιος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἡλιο-στῐβής, ές στείβω
sun-trodden, Aesch.