ἰξευτικός: Difference between revisions
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ikseftikos | |Transliteration C=ikseftikos | ||
|Beta Code=i)ceutiko/s | |Beta Code=i)ceutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἰξευτική, ἰξευτικόν, [[of an]] [[ἰξευτής]], Artem.2.19; <b class="b3">τὰ Ἰ.</b>, title of lost poem by Opp.: ἡ [[ἰξευτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) Poll.7.139. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰξευτική, ἰξευτικόν, of an ἰξευτής, Artem.2.19; τὰ Ἰ., title of lost poem by Opp.: ἡ ἰξευτική (sc. τέχνη) Poll.7.139.
German (Pape)
[Seite 1255] dasselbe; κάλαμοι, Leimruthen, Artemid. 2, 19; ἡ ἰξευτική, die Kunst des Vogelsangs, Poll. 7, 139; τὰ ἰξ., Buch des Oppian. darüber.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξευτικός: -ή, -όν, = ἰξευτήριος, Ἀρτεμίδ. 2. 19· - τὰ ἰξευτικά, ποίημά τι τοῦ Ὀππιανοῦ: ἰξευτικὴ (ἐξυπ. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 139.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ιξευτικός, -ή, -όν) ιξευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον ιξευτή
2. το θηλ. ως ουσ. η ιξευτική
η τέχνη να πιάνει κάποιος πουλιά με ιξόβεργες
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἰξευτικα
τίτλος ποιήματος του Οππιανού.