ἱππαστί: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippasti
|Transliteration C=ippasti
|Beta Code=i(ppasti/
|Beta Code=i(ppasti/
|Definition=Adv. [[like a horseman]], καθίζειν Hsch.
|Definition=Adv. [[like a horseman]], καθίζειν [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππαστί Medium diacritics: ἱππαστί Low diacritics: ιππαστί Capitals: ΙΠΠΑΣΤΙ
Transliteration A: hippastí Transliteration B: hippasti Transliteration C: ippasti Beta Code: i(ppasti/

English (LSJ)

Adv. like a horseman, καθίζειν Hsch.

German (Pape)

[Seite 1258] rittlings, mit gespreizten Schenkeln, καθίζειν Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαστί: Ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον ἱππέως, «ἱππαστὶ καθίζειν· ὅταν οἱ παῖδες ἐπὶ τῶν ὤμων περιβάδην καθέζωνται» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἱππαστί)
επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος στον ίππο, καβάλα, καβαλικευτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππασ- του ρ. ἱππάζομαι «οδηγώ τον ίππο» + επιρρ. κατάλ. -τί. (πρβλ. α-γελασ-τί < θ. γελάσ- του γελώ, α-δαμασ-τί < θ. δαμασ- του δάμνῃμι «δαμάζω»)].