πολύβωτος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "Full diacritics=πολῠ" to "Full diacritics=πολῠ́") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyvotos | |Transliteration C=polyvotos | ||
|Beta Code=polu/bwtos | |Beta Code=polu/bwtos | ||
|Definition= | |Definition=πολύβωτον, prob. from [[βόσκω]], [[many-feeding]], [[ferlile]], as ironical [[epithet]] of the barren island of Seriphos, Cratin. 211. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύβωτον, prob. from βόσκω, many-feeding, ferlile, as ironical epithet of the barren island of Seriphos, Cratin. 211.
German (Pape)
[Seite 660] = πολύβοτος, Cratin. bei Hephaest. p. 89, oder = πολυβόητος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύβωτος: -ον, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Σεριφίοις» 6, πιθανῶς ἐκ τοῦ βόσκω, ὁ πολλοὺς βόσκων, τρέφων, εὔφορος, εἰρωνικῶς ὡς ἐπίθ. τῆς νήσου Σερίφου, πολύβωτον ποντίαν Σέριφον
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που τρέφει πολλούς
2. εύφορος
3. ειρων. επίθετο της νήσου Σερίφου, επειδή είναι άγονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πολύβοτος. Η τροπή του -ο- σε -ω- οφείλεται σε μετρ. λόγους].