ἐπαυχένιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0907.png Seite 907]] auf dem Nacken; [[ζυγόν]] Pin. P. 2, 93; [[κυνάγχη]] Rhian. 8 (VI, 34).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0907.png Seite 907]] auf dem Nacken; [[ζυγόν]] Pin. P. 2, 93; [[κυνάγχη]] Rhian. 8 (VI, 34).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui étreint le cou <i>ou</i> la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αὐχήν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαυχένιος:''' [[давящий или сжимающий шею]] ([[ζυγόν]] Pind.; [[κυνάγχη]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαυχένιος''': -ον, (αὐχὴν) ὁ ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ περὶ τὸν αὐχένα, [[ἐπαυχένιος]] ζυγὸς Πινδ. Π. 2. 172· ἐπαυχένιον κυνάγχαν Ἀνθ. Π. 6. 34.
|lstext='''ἐπαυχένιος''': -ον, (αὐχὴν) ὁ ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ περὶ τὸν αὐχένα, [[ἐπαυχένιος]] ζυγὸς Πινδ. Π. 2. 172· ἐπαυχένιον κυνάγχαν Ἀνθ. Π. 6. 34.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui étreint le cou <i>ou</i> la gorge.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[αὐχήν]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαυχένιος:''' -ον ([[αὐχήν]]), αυτός που βρίσκεται πάνω ή αναφέρεται στον αυχένα, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐπαυχένιος:''' -ον ([[αὐχήν]]), αυτός που βρίσκεται πάνω ή αναφέρεται στον αυχένα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαυχένιος:''' [[давящий или сжимающий шею]] ([[ζυγόν]] Pind.; [[κυνάγχη]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αὐχήν]]<br />on or for the [[neck]], Anth.
|mdlsjtxt=[[αὐχήν]]<br />on or for the [[neck]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 19:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαυχένιος Medium diacritics: ἐπαυχένιος Low diacritics: επαυχένιος Capitals: ΕΠΑΥΧΕΝΙΟΣ
Transliteration A: epauchénios Transliteration B: epauchenios Transliteration C: epafchenios Beta Code: e)pauxe/nios

English (LSJ)

ον, (< αὐχήν) on or for the neck, ζυγόν Pi. P. 2.93; κύναγχα AP 6.34 (Rhian.).

German (Pape)

[Seite 907] auf dem Nacken; ζυγόν Pin. P. 2, 93; κυνάγχη Rhian. 8 (VI, 34).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui étreint le cou ou la gorge.
Étymologie: ἐπί, αὐχήν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαυχένιος: давящий или сжимающий шею (ζυγόν Pind.; κυνάγχη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαυχένιος: -ον, (αὐχὴν) ὁ ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ περὶ τὸν αὐχένα, ἐπαυχένιος ζυγὸς Πινδ. Π. 2. 172· ἐπαυχένιον κυνάγχαν Ἀνθ. Π. 6. 34.

English (Slater)

ἐπαυχένιος on one's shoulders φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει (P. 2.93)

Greek Monolingual

ἐπαυχένιος, -ον) αυχήν
αυτός που βρίσκεται πάνω ή γύρω από τον αυχένα («ἐπαυχένιος ζυγός», Πίνδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. α) τὸ ἐπαυχένιον
δερμάτινη λωρίδα που αποτελεί τμήμα της σαγής του αλόγου ή του ημιόνου
β. ναυτ. τὰ ἐπαυχένια
ξύλινα εξαρτήματα που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα ξάρτια του πλοίου στη θέση τους.

Greek Monotonic

ἐπαυχένιος: -ον (αὐχήν), αυτός που βρίσκεται πάνω ή αναφέρεται στον αυχένα, σε Ανθ.

Middle Liddell

αὐχήν
on or for the neck, Anth.