πέπρωται: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
(CSV import)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=pe/prwtai
|Beta Code=pe/prwtai
|Definition=[[πέπρωτο]], [[πεπρωμένος]], v. [[πόρω]]. [[πέπταμαι]], [[πεπταμένος]], v. [[πετάννυμι]]. [[πεπτεῶτα]], v. [[πίπτω]].
|Definition=[[πέπρωτο]], [[πεπρωμένος]], v. [[πόρω]]. [[πέπταμαι]], [[πεπταμένος]], v. [[πετάννυμι]]. [[πεπτεῶτα]], v. [[πίπτω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. pf.</i><br />il est marqué par le destin;<br /><i>part.</i> [[πεπρωμένος]], η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον [[ἐστί]], c'est l'arrêt du destin.<br />'''Étymologie:''' *πόρω.
}}
{{elru
|elrutext='''πέπρωται:''' эп. 3 л. sing. pf. к [[πορεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πέπρωται''': πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *[[πόρω]].
|lstext='''πέπρωται''': πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *[[πόρω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. pf.</i><br />il est marqué par le destin;<br /><i>part.</i> [[πεπρωμένος]], η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον [[ἐστί]], c’est l'arrêt du destin.<br />'''Étymologie:''' *πόρω.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέπρωται:''' [[πέπρωτο]], γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *[[πόρω]]· [[πεπρωμένος]], μτχ.
|lsmtext='''πέπρωται:''' [[πέπρωτο]], γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *[[πόρω]]· [[πεπρωμένος]], μτχ.
}}
{{elru
|elrutext='''πέπρωται:''' эп. 3 л. sing. pf. к [[πορεῖν]].
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[πόρω]]) [[it is appointed]]
|woodrun=(see also: [[πόρω]]) [[it is appointed]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=εἶναι γραφτό). Εἶναι γ´ ἑνικό παθ. παρακ. τοῦ ρήμ. [[πόρω]] ἀόρ. β´ [[ἔπορον]] – [[πορεῖν]] (=[[δίνω]]). Ρίζα πορ- τοῦ [[πόρος]]. Θέμα πορ-, μέ ἀναδιπλ. πεπορ → πέπρω → πέπρω + ται → [[πέπρωται]]. Τύποι πού χρησιμοποιοῦνται: πεπρωμένον [[ἐστί]], ἡ πεπρωμένη ([[μοῖρα]]), τό πεπρωμένον (=τό γραφτό).
}}
}}

Latest revision as of 15:30, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπρωται Medium diacritics: πέπρωται Low diacritics: πέπρωται Capitals: ΠΕΠΡΩΤΑΙ
Transliteration A: péprōtai Transliteration B: peprōtai Transliteration C: peprotai Beta Code: pe/prwtai

English (LSJ)

πέπρωτο, πεπρωμένος, v. πόρω. πέπταμαι, πεπταμένος, v. πετάννυμι. πεπτεῶτα, v. πίπτω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pf.
il est marqué par le destin;
part. πεπρωμένος, η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον ἐστί, c'est l'arrêt du destin.
Étymologie: *πόρω.

Russian (Dvoretsky)

πέπρωται: эп. 3 л. sing. pf. к πορεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

πέπρωται: πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *πόρω.

Greek Monolingual

ΝΑ
(ως τριτοπρόσ.) είναι καθορισμένο από τη μοίρα, είναι γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πόρω.

Greek Monotonic

πέπρωται: πέπρωτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *πόρω· πεπρωμένος, μτχ.

Frisk Etymological English

Meaning: it is destined by fate
See also: s. πορεῖν.

Frisk Etymology German

πέπρωται: {péprōtai}
Meaning: es ist vom Schicksal bestimmt
See also: s. πορεῖν.
Page 2,509

English (Woodhouse)

(see also: πόρω) it is appointed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=εἶναι γραφτό). Εἶναι γ´ ἑνικό παθ. παρακ. τοῦ ρήμ. πόρω ἀόρ. β´ ἔπορονπορεῖν (=δίνω). Ρίζα πορ- τοῦ πόρος. Θέμα πορ-, μέ ἀναδιπλ. πεπορ → πέπρω → πέπρω + ται → πέπρωται. Τύποι πού χρησιμοποιοῦνται: πεπρωμένον ἐστί, ἡ πεπρωμένη (μοῖρα), τό πεπρωμένον (=τό γραφτό).