μοσχοποιέω: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (elru replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0209.png Seite 209]] ein Kalb machen, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0209.png Seite 209]] ein Kalb machen, [[NT|N.T.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[μοσχοποιῶ]] :<br />[[fabriquer l'image d'un veau]].<br />'''Étymologie:''' [[μόσχος]], [[ποιέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μοσχοποιέω:''' делать (золотого) тельца [[NT]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοσχοποιέω''': [[κάμνω]], [[κατασκευάζω]] μόσχον, περὶ τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐκ μετάλλου μόσχου τῶν Ἑβραίων, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 41. | |lstext='''μοσχοποιέω''': [[κάμνω]], [[κατασκευάζω]] μόσχον, περὶ τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐκ μετάλλου μόσχου τῶν Ἑβραίων, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 41. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μοσχοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατασκευάζω]] [[μοσχάρι]] από [[μέταλλο]] (για το [[είδωλο]] του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''μοσχοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατασκευάζω]] [[μοσχάρι]] από [[μέταλλο]] (για το [[είδωλο]] του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 22:08, 21 March 2024
English (LSJ)
make a calf, Act.Ap.7.41.
German (Pape)
[Seite 209] ein Kalb machen, N.T.
French (Bailly abrégé)
μοσχοποιῶ :
fabriquer l'image d'un veau.
Étymologie: μόσχος, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
μοσχοποιέω: делать (золотого) тельца NT.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχοποιέω: κάμνω, κατασκευάζω μόσχον, περὶ τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐκ μετάλλου μόσχου τῶν Ἑβραίων, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 41.
English (Strong)
from μόσχος and ποιέω; to fabricate the image of a bullock: make a calf.
English (Thayer)
μοσχοποιῶ: 1st aorist ἐμοσχοποίησα; (μόσχος and ποιέω (cf. Winer's Grammar, 26)); to make (an image of) a calf: ἐποίησε μόσχον. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monotonic
μοσχοποιέω: μέλ. -ήσω, κατασκευάζω μοσχάρι από μέταλλο (για το είδωλο του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
μοσχο-ποιέω, fut. -ήσω
to make a calf. NTest.
Chinese
原文音譯:moscopoišw 摩士何-拍誒哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:牛-作) 相當於: (מַסֵּכָה)+ (עֵגֶל)
字義溯源:鑄造牛犢,造牛犢;由(μόσχος)*=公牛)與(ποιέω)*=作,行)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 他們⋯造了一個牛犢(1) 徒7:41