συγκεφαλαιωτικός: Difference between revisions

From LSJ

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkefalaiotikos
|Transliteration C=sygkefalaiotikos
|Beta Code=sugkefalaiwtiko/s
|Beta Code=sugkefalaiwtiko/s
|Definition=ή, όν, [[summing up]], ἐπιστήμη <span class="title">Stoic.</span> 3.64, Andronic.Rhod.p.578 M., cf. <span class="bibl">Eust.1521.19</span>.
|Definition=συγκεφαλαιωτική, συγκεφαλαιωτικόν, [[summing up]], ἐπιστήμη ''Stoic.'' 3.64, Andronic.Rhod.p.578 M., cf. Eust.1521.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκεφαλαιωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγκεφαλαιῶ]]<br /><i>ο</i> [[σχετικός]] με τη [[συγκεφαλαίωση]] ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, [[συνοπτικός]] («ἡ ῥηθεῑσα [[προέκθεσις]] ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», <b>Ευστ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκεφαλαιωτικώς</i> και <i>συγκεφαλαιωτικά</i><br />με συγκεφαλαιωτικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκεφαλαιωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγκεφαλαιῶ]]<br /><i>ο</i> [[σχετικός]] με τη [[συγκεφαλαίωση]] ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, [[συνοπτικός]] («ἡ ῥηθεῖσα [[προέκθεσις]] ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», <b>Ευστ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκεφαλαιωτικώς</i> και <i>συγκεφαλαιωτικά</i><br />με συγκεφαλαιωτικό τρόπο.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεφᾰλαιωτικός Medium diacritics: συγκεφαλαιωτικός Low diacritics: συγκεφαλαιωτικός Capitals: ΣΥΓΚΕΦΑΛΑΙΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synkephalaiōtikós Transliteration B: synkephalaiōtikos Transliteration C: sygkefalaiotikos Beta Code: sugkefalaiwtiko/s

English (LSJ)

συγκεφαλαιωτική, συγκεφαλαιωτικόν, summing up, ἐπιστήμη Stoic. 3.64, Andronic.Rhod.p.578 M., cf. Eust.1521.19.

German (Pape)

[Seite 967] ή, όν, zusammenfassend in einer allgemeinen Übersicht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεφᾰλαιωτικός: -ή, -όν, ὁ συγκεφαλαιῶν, ὁ περιληπτικῶς ἐκτιθέμενος τὰ σπουδαιότατα καὶ κύρια, ἡ ῥηθεῖσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτικὴ Εὐστ. 1521. 19.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συγκεφαλαιωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγκεφαλαιῶ
ο σχετικός με τη συγκεφαλαίωση ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, συνοπτικός («ἡ ῥηθεῖσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», Ευστ.).
επίρρ...
συγκεφαλαιωτικώς και συγκεφαλαιωτικά
με συγκεφαλαιωτικό τρόπο.