διοιδίσκομαι: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διοιδίσκομαι]] (Α) [[οιδίσκομαι]]<br />[[αρχίζω]] να πρήζομαι. | |mltxt=[[διοιδίσκομαι]] (Α) [[οιδίσκομαι]]<br />[[αρχίζω]] να πρήζομαι. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[διοιδέω]], Galen. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:09, 24 November 2022
English (LSJ)
= διοιδέω, Gal.5.523.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tard. -σκω Steph.in Hp.Aph.3.92.5
1 hincharse, inflamarse τὰ σκέλεα ὑπὲρ τὸ χρεὼν διοιδίσκεται Hp.Mul.1.2, τὸ περιέχον αὐτὸ σύμφυτον σκέπασμα τὸ οἷον δέρμα Gal.5.523, cf. 9.190, 15.891.
2 act. fact. causar hinchazón Steph.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
διοιδίσκομαι: διοιδέω, Γαλην. 5, 185.
Greek Monolingual
διοιδίσκομαι (Α) οιδίσκομαι
αρχίζω να πρήζομαι.
German (Pape)
= διοιδέω, Galen.