γνωριστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gnoristikos
|Transliteration C=gnoristikos
|Beta Code=gnwristiko/s
|Beta Code=gnwristiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[capable of apprehending]], [[cognitive]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>414c</span>; κινητικὸν ἐδόκει ἡ ψυχὴ εἶναι καὶ γ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">de An.</span>404b28</span>; τοῦ εἴδους <span class="bibl">Id.<span class="title">Ph.</span>194b4</span>; ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Metaph.</span>1004b26</span>; <b class="b3">ἡ τῆς γ. γραμμῆς τομή</b> title of work ascribed to Archytas, Iamb.<span class="title">Comm. Math.</span>2; [[capable of knowing]], Plu.2.79d, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>2.20.21</span>; γ. τοῦ μέλλοντος <span class="bibl">Max.Tyr.1.5</span>. Adv. -κῶς, ζῆν <span class="bibl">Porph.<span class="title">Gaur.</span>16.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[corresponding with knowledge]], ἰδιότητες τοῦ ὄντος <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>38</span>.</span>
|Definition=γνωριστική, γνωριστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of apprehending]], [[cognitive]], Pl.''Def.''414c; κινητικὸν ἐδόκει ἡ ψυχὴ εἶναι καὶ γ. Arist.''de An.''404b28; τοῦ εἴδους Id.''Ph.''194b4; ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γ. Id.''Metaph.''1004b26; <b class="b3">ἡ τῆς γ. γραμμῆς τομή</b> title of work ascribed to Archytas, Iamb.''Comm. Math.''2; [[capable of knowing]], Plu.2.79d, Arr.''Epict.''2.20.21; γ. τοῦ μέλλοντος Max.Tyr.1.5. Adv. [[γνωριστικῶς]], ζῆν Porph.''Gaur.''16.3.<br><span class="bld">II</span> [[corresponding with knowledge]], ἰδιότητες τοῦ ὄντος Porph.''Sent.''38.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0499.png Seite 499]] zum Erkennen geschickt, [[δύναμις]] Plat. Def. 414 c; τοῦ καλοῦ Plut. profect. virt. p. 253; zum Merkmal dienend, Poll. 1, 182.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0499.png Seite 499]] zum Erkennen geschickt, [[δύναμις]] Plat. Def. 414 c; τοῦ καλοῦ Plut. profect. virt. p. 253; zum Merkmal dienend, Poll. 1, 182.
}}
{{ls
|lstext='''γνωριστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] πρὸς πρόσκτησιν γνώσεως, Πλάτ. Ὁρ. 414C, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 13· τινος ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 2, 10· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 2, 20.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />capable de connaître, gén..<br />'''Étymologie:''' [[γνωρίζω]].
|btext=ή, όν :<br />capable de connaître, gén..<br />'''Étymologie:''' [[γνωρίζω]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γνωριστικός]], , -όν) [[γνωρίζω]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να γνωρίζει, να εξακριβώνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[χαρακτηριστικός]], [[δηλωτικός]].
|elnltext=[[γνωριστικός]] -ή -όν [[γνωρίζω]] [[in staat te begrijpen]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''γνωριστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[способный познавать]], [[познающий]] ([[ψυχή]] Arst.; γ. τοῦ καλοῦ γεγονέναι Plut.): γ. τινος Arst. познающий что-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[познавательный]], [[теоретический]] (sc. [[ἐπιστήμη]] Arst.).
|elrutext='''γνωριστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[способный познавать]], [[познающий]] ([[ψυχή]] Arst.; γ. τοῦ καλοῦ γεγονέναι Plut.): γ. τινος Arst. познающий что-л.;<br /><b class="num">2</b> [[познавательный]], [[теоретический]] (''[[sc.]]'' [[ἐπιστήμη]] Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''γνωριστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] πρὸς πρόσκτησιν γνώσεως, Πλάτ. Ὁρ. 414C, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 13· τινος ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 2, 10· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 2, 20.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[γνωριστικός]] -ή -όν [[γνωρίζω]] in staat te begrijpen.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γνωριστικός]], , -όν) [[γνωρίζω]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]] να γνωρίζει, να εξακριβώνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[χαρακτηριστικός]], [[δηλωτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωριστικός Medium diacritics: γνωριστικός Low diacritics: γνωριστικός Capitals: ΓΝΩΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gnōristikós Transliteration B: gnōristikos Transliteration C: gnoristikos Beta Code: gnwristiko/s

English (LSJ)

γνωριστική, γνωριστικόν,
A capable of apprehending, cognitive, Pl.Def.414c; κινητικὸν ἐδόκει ἡ ψυχὴ εἶναι καὶ γ. Arist.de An.404b28; τοῦ εἴδους Id.Ph.194b4; ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γ. Id.Metaph.1004b26; ἡ τῆς γ. γραμμῆς τομή title of work ascribed to Archytas, Iamb.Comm. Math.2; capable of knowing, Plu.2.79d, Arr.Epict.2.20.21; γ. τοῦ μέλλοντος Max.Tyr.1.5. Adv. γνωριστικῶς, ζῆν Porph.Gaur.16.3.
II corresponding with knowledge, ἰδιότητες τοῦ ὄντος Porph.Sent.38.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1capaz de comprender abs. ψυχῆς ... δύναμις Pl.Def.414c, del alma, unido a κινητικόν Arist.de An.404b28, ἡ τῆς γνωριστικῆς γραμμῆς τομή tít. de una obra atribuida a Arquitas, Iambl.Comm.Math.2
c. gen. τέχνη γ. τοῦ εἴδους Arist.Ph.194b4, c. περί y gen. ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γ. Arist.Metaph.1004b26
capaz de conocer, conocedor, entendido de pers. abs., Plu.2.79c
c. gen. ὁ μαντικὸς καὶ γ. τοῦ μέλλοντος Max.Tyr.1.5
de abstr. cognoscitivo εἴ τι καὶ ἐστι γνωριστικὸν τῆς ἀληθείας Arr.Epict.2.20.21, ἵνα τὰς ἀναπλαστικάς ... ἐξορίσωμεν ... ἐπινοίας, αἳ παρασκιάζουσι τὰς γνωριστικὰς ἰδιότητας τοῦ ὄντος Porph.Sent.38.
2 neutr. subst. τὸ γ. facultad de distinguir αἰνίττεται ... διὰ δὲ τοῦ καλῶν καὶ πονηρῶν γνωριστικοῦ φρόνησιν τὴν μέσην Ph.l.37, cf. Iust.Phil.2Apol.14.2, Iambl.Comm.Math.8.
II 1que da a conocer, indicativo, revelador ὄνομα γ. τοῦ τῆς σῆς θεότητος μύρου Gr.Nyss.Hom.in Cant.37.4.
2 característico, distintivo γνωριστικάς τινας ἰδιότητας ἐπιθεωρουμένας ... δέχοιτό τις εἶναι τὸ γεννητὸν καὶ τὸ ἀγέννητον Basil.Eunom.M.29.637B.
III adv. -ῶς con capacidad cognoscitiva ζῆν Porph.Gaur.16.3.

German (Pape)

[Seite 499] zum Erkennen geschickt, δύναμις Plat. Def. 414 c; τοῦ καλοῦ Plut. profect. virt. p. 253; zum Merkmal dienend, Poll. 1, 182.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable de connaître, gén..
Étymologie: γνωρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνωριστικός -ή -όν γνωρίζω in staat te begrijpen.

Russian (Dvoretsky)

γνωριστικός:
1 способный познавать, познающий (ψυχή Arst.; γ. τοῦ καλοῦ γεγονέναι Plut.): γ. τινος Arst. познающий что-л.;
2 познавательный, теоретический (sc. ἐπιστήμη Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γνωριστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς πρόσκτησιν γνώσεως, Πλάτ. Ὁρ. 414C, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 13· τινος ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 2, 10· περί τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 2, 20.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γνωριστικός, -ή, -όν) γνωρίζω
1. ικανός να γνωρίζει, να εξακριβώνει κάτι
2. χαρακτηριστικός, δηλωτικός.