ἀπέκτητος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apektitos
|Transliteration C=apektitos
|Beta Code=a)pe/kthtos
|Beta Code=a)pe/kthtos
|Definition=ον, = [[ἄπεκτος]] ([[uncombed]], [[unshorn]]), ''AP'' 5.269 (Paul. Sil.).
|Definition=ἀπέκτητον, = [[ἄπεκτος]] ([[uncombed]], [[unshorn]]), ''AP'' 5.269 (Paul. Sil.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0285.png Seite 285]] [[θρίξ]], ungeschoren, Paul. Sil. 17 (V, 270).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0285.png Seite 285]] [[θρίξ]], ungeschoren, Paul. Sil. 17 (V, 270).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[non peigné]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πεκτέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπέκτητος:''' [[нечесаный]] ([[θρίξ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπέκτητος''': ἢ ἄπεκτος, ον, ἀκτένιστος, ἀπεκτήτου σῆς τριχὸς ἀγλαΐην Ἀνθ. Π. 5. 270, 4· ἐπὶ ἀρνῶν, ὁ ἔτι [[ἄκαρτος]], ὁ [[μήπω]] γενόμενος ἑνὸς ἔτους, Φιλόχορος, δὲ ἱστορεῖ καὶ κεκωλῦσθαι Ἀθήνησιν ἀπέκτου ἀρνὸς μηδένα γεύεσθαι Ἀθήν. 9C, [[νόμος]], ὥς φησιν Ἀνδροτίων, μὴ σφάττειν [[πρόβατον]] ἄπεκτον ἢ ἄτοκον (ἄποκον;) ὁ αὐτὸς 375Β, «ἄπεκτον δὲ ἄρνα ἡ [[ἱστορία]] ἔφη τὸν [[μήπω]] πεχθέντα, [[ἤγουν]] καρέντα» Εὐστ. Ἰλ. 1348. 62, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἀπέκτητον· ἄκαρτον, ἀπόκιστον».
|lstext='''ἀπέκτητος''': ἢ ἄπεκτος, ον, ἀκτένιστος, ἀπεκτήτου σῆς τριχὸς ἀγλαΐην Ἀνθ. Π. 5. 270, 4· ἐπὶ ἀρνῶν, ὁ ἔτι [[ἄκαρτος]], ὁ [[μήπω]] γενόμενος ἑνὸς ἔτους, Φιλόχορος, δὲ ἱστορεῖ καὶ κεκωλῦσθαι Ἀθήνησιν ἀπέκτου ἀρνὸς μηδένα γεύεσθαι Ἀθήν. 9C, [[νόμος]], ὥς φησιν Ἀνδροτίων, μὴ σφάττειν [[πρόβατον]] ἄπεκτον ἢ ἄτοκον (ἄποκον;) ὁ αὐτὸς 375Β, «ἄπεκτον δὲ ἄρνα ἡ [[ἱστορία]] ἔφη τὸν [[μήπω]] πεχθέντα, [[ἤγουν]] καρέντα» Εὐστ. Ἰλ. 1348. 62, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἀπέκτητον· ἄκαρτον, ἀπόκιστον».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non peigné.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πεκτέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπέκτητος:''' -ον ([[πεκτέω]]), αχτένιστος, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀπέκτητος:''' -ον ([[πεκτέω]]), αχτένιστος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπέκτητος:''' [[нечесаный]] ([[θρίξ]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πεκτέω]]<br />[[uncombed]], Anth.
|mdlsjtxt=[[πεκτέω]]<br />[[uncombed]], Anth.
}}
{{trml
|trtx====[[uncombed]]===
Catalan: despentinat, escabellat; Dutch: [[ongekamd]]; French: [[non peigné]]; German: [[ungekämmt]]; Greek: [[ακτένιστος]], [[αχτένιστος]]; Ancient Greek: [[ἀκτένιστος]], [[ἀπέκτητος]], [[ἄπεκτος]]; Hungarian: fésületlen; Italian: [[spettinato]]; Maori: tīwanawana, kōritorito, poutihitihi; Portuguese: [[despenteado]]; Russian: [[нечесанный]], [[непричесанный]]; Spanish: [[despeinado]]
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέκτητος Medium diacritics: ἀπέκτητος Low diacritics: απέκτητος Capitals: ΑΠΕΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: apéktētos Transliteration B: apektētos Transliteration C: apektitos Beta Code: a)pe/kthtos

English (LSJ)

ἀπέκτητον, = ἄπεκτος (uncombed, unshorn), AP 5.269 (Paul. Sil.).

Spanish (DGE)

-ον despeinado θρίξ AP 5.270 (Paul.Sil.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 285] θρίξ, ungeschoren, Paul. Sil. 17 (V, 270).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non peigné.
Étymologie: , πεκτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέκτητος: нечесаный (θρίξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέκτητος: ἢ ἄπεκτος, ον, ἀκτένιστος, ἀπεκτήτου σῆς τριχὸς ἀγλαΐην Ἀνθ. Π. 5. 270, 4· ἐπὶ ἀρνῶν, ὁ ἔτι ἄκαρτος, ὁ μήπω γενόμενος ἑνὸς ἔτους, Φιλόχορος, δὲ ἱστορεῖ καὶ κεκωλῦσθαι Ἀθήνησιν ἀπέκτου ἀρνὸς μηδένα γεύεσθαι Ἀθήν. 9C, νόμος, ὥς φησιν Ἀνδροτίων, μὴ σφάττειν πρόβατον ἄπεκτον ἢ ἄτοκον (ἄποκον;) ὁ αὐτὸς 375Β, «ἄπεκτον δὲ ἄρνα ἡ ἱστορία ἔφη τὸν μήπω πεχθέντα, ἤγουν καρέντα» Εὐστ. Ἰλ. 1348. 62, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἀπέκτητον· ἄκαρτον, ἀπόκιστον».

Greek Monotonic

ἀπέκτητος: -ον (πεκτέω), αχτένιστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πεκτέω
uncombed, Anth.

Translations

uncombed

Catalan: despentinat, escabellat; Dutch: ongekamd; French: non peigné; German: ungekämmt; Greek: ακτένιστος, αχτένιστος; Ancient Greek: ἀκτένιστος, ἀπέκτητος, ἄπεκτος; Hungarian: fésületlen; Italian: spettinato; Maori: tīwanawana, kōritorito, poutihitihi; Portuguese: despenteado; Russian: нечесанный, непричесанный; Spanish: despeinado