ἀπελευθερόω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0286.png Seite 286]] freilassen, in Freiheit setzen, Plat. Legg. 915 a u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0286.png Seite 286]] freilassen, in Freiheit setzen, Plat. Legg. 915 a u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=[[ἀπελευθερῶ]] :<br />[[affranchir]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπελεύθερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπελευθερόω:''' [[отпускать на волю]] Plat., Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπελευθερόω''': ἀποδίδω τὴν ἐλευθερίαν εἰς δοῦλον, Πλάτ. Νόμ. 915Α κέξ.: - Παθ., [[αὐτόθι]] Β· ὁ ἀπελευθερούμενος αἱρεῖται ἐπίτροπον Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 1.
|lstext='''ἀπελευθερόω''': ἀποδίδω τὴν ἐλευθερίαν εἰς δοῦλον, Πλάτ. Νόμ. 915Α κέξ.: - Παθ., [[αὐτόθι]] Β· ὁ ἀπελευθερούμενος αἱρεῖται ἐπίτροπον Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />affranchir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπελεύθερος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀπελευθερῶ]], [[ἀπελευθερόω]])<br />[[αποδίδω]] την [[ελευθερία]] σε δούλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] την [[ελευθερία]] σε σκλαβωμένους λαούς, [[ξεσκλαβώνω]]<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από τα [[δεσμά]], τον [[αποφυλακίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]], [[απολυτρώνω]].
|mltxt=(AM [[ἀπελευθερῶ]], [[ἀπελευθερόω]])<br />[[αποδίδω]] την [[ελευθερία]] σε δούλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] την [[ελευθερία]] σε σκλαβωμένους λαούς, [[ξεσκλαβώνω]]<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από τα [[δεσμά]], τον [[αποφυλακίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]], [[απολυτρώνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπελευθερόω:''' [[отпускать на волю]] Plat., Arst., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=(from [[ἀπελεύθερος]]) to [[emancipate]] a [[slave]], Plat.
|mdlsjtxt=(from [[ἀπελεύθερος]]) to [[emancipate]] a [[slave]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 21:45, 19 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελευθερόω Medium diacritics: ἀπελευθερόω Low diacritics: απελευθερόω Capitals: ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟΩ
Transliteration A: apeleutheróō Transliteration B: apeleutheroō Transliteration C: apeleftheroo Beta Code: a)peleuqero/w

English (LSJ)

emancipate a slave, Pl.Lg.915asq., POxy.722.18 (i A.D.):—Pass., Pl.Lg.915b; αἱρεῖται ἐπίτροπον ὁ ἀπελευθερούμενος Arist.Rh.1408b25.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tes. perf. inf. pas. ἀπειλευθερούσθειν IG 9(2).553.1, 4 (Larisa)]
emancipar, manumitir, ἐάν τις μὴ θεραπεύῃ τοὺς ἀπελευθερώσαντας Pl.Lg.915a, cf. 855b, PVarsov.10.1.4, 2.9 (II d.C.)
en v. pas. τίνα αἱρεῖται ἐπίτροπον ὁ ἀπελευθερούμενος; Arist.Rh.1408b25, ὅτι οὐκ ἀπηλευθερώθη LXX Le.19.20, cf. IG ll.cc., POxy.722.18 (I d.C.), Ph.2.568, BGU 96.13 (III d.C.), PGnom.19, 20, IG 9(2).1044a.5 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 286] freilassen, in Freiheit setzen, Plat. Legg. 915 a u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ἀπελευθερῶ :
affranchir.
Étymologie: ἀπελεύθερος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπελευθερόω: отпускать на волю Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελευθερόω: ἀποδίδω τὴν ἐλευθερίαν εἰς δοῦλον, Πλάτ. Νόμ. 915Α κέξ.: - Παθ., αὐτόθι Β· ὁ ἀπελευθερούμενος αἱρεῖται ἐπίτροπον Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 1.

Greek Monotonic

ἀπελευθερόω: μέλ. -ώσω, χειραφετώ δούλο, τον απελευθερώνω από τη δουλεία, σε Πλάτ.

Greek Monolingual

(AM ἀπελευθερῶ, ἀπελευθερόω)
αποδίδω την ελευθερία σε δούλο
νεοελλ.
1. αποδίδω την ελευθερία σε σκλαβωμένους λαούς, ξεσκλαβώνω
2. απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά, τον αποφυλακίζω
3. μτφ. απαλλάσσω κάποιον από κάτι, απολυτρώνω.

Middle Liddell

(from ἀπελεύθερος) to emancipate a slave, Plat.