ἀπομαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apomainomai
|Transliteration C=apomainomai
|Beta Code=a)pomai/nomai
|Beta Code=a)pomai/nomai
|Definition=aor. 2 <b class="b3">ἀπεμάνην [ᾰ</b>], [[go mad]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>12.1</span>.
|Definition=aor. 2 ἀπεμάνην [ᾰ], [[go mad]], Luc.''DDeor.''12.1.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] (s. [[μαίνομαι]]), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0314.png Seite 314]] (s. [[μαίνομαι]]), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1.
}}
{{bailly
|btext=[[devenir tout à fait fou]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπομαίνομαι:''' [[совсем обезуметь]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπομαίνομαι''': παθ.: μέλλ. -μανήσομαι: πρκμ. β΄ ἐνεργ. φωνῆς -μέμηνα, κυριεύομαι ὑπὸ μανίας, «τρελλαίνομαι ἀπὸ τὸν θυμόν μου», ὀργίζομαι [[μέχρι]] μανίας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1.
|lstext='''ἀπομαίνομαι''': παθ.: μέλλ. -μανήσομαι: πρκμ. β΄ ἐνεργ. φωνῆς -μέμηνα, κυριεύομαι ὑπὸ μανίας, «τρελλαίνομαι ἀπὸ τὸν θυμόν μου», ὀργίζομαι [[μέχρι]] μανίας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1.
}}
{{bailly
|btext=devenir tout à fait fou.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπομαίνομαι:''' Παθ., εξοργίζομαι εντελώς, κατακυριεύομαι από [[μανία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀπομαίνομαι:''' Παθ., εξοργίζομαι εντελώς, κατακυριεύομαι από [[μανία]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπομαίνομαι:''' [[совсем обезуметь]] Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass. to [[rave]], [[rage]] to the [[uttermost]], Luc.
|mdlsjtxt=Pass. to [[rave]], [[rage]] to the [[uttermost]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομαίνομαι Medium diacritics: ἀπομαίνομαι Low diacritics: απομαίνομαι Capitals: ΑΠΟΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: apomaínomai Transliteration B: apomainomai Transliteration C: apomainomai Beta Code: a)pomai/nomai

English (LSJ)

aor. 2 ἀπεμάνην [ᾰ], go mad, Luc.DDeor.12.1.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo aor. pas.]
1 enloquecer, volverse loco παύσεθ' οὗτος ἀπομανείς Men.Sam.419, ἔνθεος ἥδε ἡ μανίη. κἢν ἀπομανῶσι Aret.SD 1.6.11, ἀπομανεὶς οὖν ἔδωκα ... κόσσον Pall.H.Laus.23.5.
2 recobrar la cordura ἀπομανεῖσα ... ἡ Ῥέα Luc.DDeor.20.1.

German (Pape)

[Seite 314] (s. μαίνομαι), ausrasen, zu rasen aufhören, ἀπομανεῖσα Luc. D. D. 12, 1.

French (Bailly abrégé)

devenir tout à fait fou.
Étymologie: ἀπό, μαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομαίνομαι: совсем обезуметь Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομαίνομαι: παθ.: μέλλ. -μανήσομαι: πρκμ. β΄ ἐνεργ. φωνῆς -μέμηνα, κυριεύομαι ὑπὸ μανίας, «τρελλαίνομαι ἀπὸ τὸν θυμόν μου», ὀργίζομαι μέχρι μανίας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1.

Greek Monolingual

ἀπομαίνομαι (Α)
κυριεύομαι από μανία, τρελαίνομαι.

Greek Monotonic

ἀπομαίνομαι: Παθ., εξοργίζομαι εντελώς, κατακυριεύομαι από μανία, σε Λουκ.

Middle Liddell

Pass. to rave, rage to the uttermost, Luc.