ἁπτός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aptos
|Transliteration C=aptos
|Beta Code=a(pto/s
|Beta Code=a(pto/s
|Definition=ή, όν, ([[ἅπτω]])<br><span class="bld">A</span> [[tangible]], ὁρατὰ ἢ ἁπτὰ σώματα Pl.R.525d, cf. Ti. 32b, al., Arist.de An.424a12, Thphr.Od.64, etc.<br><span class="bld">II</span> ἁπτά· φάρμακα, Hsch.
|Definition=ἁπτή, ἁπτόν, ([[ἅπτω]])<br><span class="bld">A</span> [[tangible]], ὁρατὰ ἢ ἁπτὰ σώματα Pl.R.525d, cf. Ti. 32b, al., Arist.de An.424a12, Thphr.Od.64, etc.<br><span class="bld">II</span> ἁπτά· φάρμακα, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que se puede tocar]], [[tangible]] ὁρατὰ ἢ ἁ. σώματα Pl.<i>R</i>.525d, οὐρανὸν ὁρατὸν καὶ ἁπτόν Pl.<i>Ti</i>.32b, ἡ ἀφὴ τοῦ ἁπτοῦ καὶ ἀνάπτου Arist.<i>de An</i>.424<sup>a</sup>12, cf. Plot.4.5.4 (φαντασίαι) ἁπταὶ ... οὐκ οὖσαι Epicur.<i>Fr</i>.[72] 13, ἁπτὰ καὶ ὁρατὰ μιμήματα Plu.2.765a, τῶν ἁπτῶν ποιοτήτων ... καθάπερ γε καὶ τῶν γευστῶν Gal.8.115, cf. Porph.<i>Abst</i>.1.33, Thphr.<i>Od</i>.64, Diog.Oen.122.2.3<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[tangiblemente]] Plu.2.38a.<br /><b class="num">2</b> ἁπτά· φάρμακα Hsch.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que se puede tocar]], [[tangible]] ὁρατὰ ἢ ἁ. σώματα Pl.<i>R</i>.525d, οὐρανὸν ὁρατὸν καὶ ἁπτόν Pl.<i>Ti</i>.32b, ἡ ἀφὴ τοῦ ἁπτοῦ καὶ ἀνάπτου Arist.<i>de An</i>.424<sup>a</sup>12, cf. Plot.4.5.4 (φαντασίαι) ἁπταὶ ... οὐκ οὖσαι Epicur.<i>Fr</i>.[72] 13, ἁπτὰ καὶ ὁρατὰ μιμήματα Plu.2.765a, τῶν ἁπτῶν ποιοτήτων ... καθάπερ γε καὶ τῶν γευστῶν Gal.8.115, cf. Porph.<i>Abst</i>.1.33, Thphr.<i>Od</i>.64, Diog.Oen.122.2.3<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[tangiblemente]] Plu.2.38a.<br /><b class="num">2</b> ἁπτά· φάρμακα Hsch.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[tangible]], [[palpable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅπτω]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁπτός:'''<br /><b class="num">1</b> [[осязаемый]] ([[ὁρατός]] καὶ ἁ. Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[осязательный]], [[осязающий]] (τὸ γευστόν ἐστιν ἁπτόν τι Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[ощутительный]], [[заметный]] (διαφοραί Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁπτός''': -ή, -όν, (ἅπτω) ὁ εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ἁφῆς ὑποπίπτων, τὸ τοῦ Κικέρωνος [[tractabilis]], ὁρατὰ καὶ ἁπτὰ σώματα Πλάτ. Πολ. 525D, πρβλ. Τίμ. 32Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2.11, 1.
|lstext='''ἁπτός''': -ή, -όν, (ἅπτω) ὁ εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ἁφῆς ὑποπίπτων, τὸ τοῦ Κικέρωνος [[tractabilis]], ὁρατὰ καὶ ἁπτὰ σώματα Πλάτ. Πολ. 525D, πρβλ. Τίμ. 32Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2.11, 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[tangible]], [[palpable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅπτω]]¹.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁπτός:''' -ή, -όν, αυτός που υπόκειται στην [[αίσθηση]] της [[αφής]], που μπορεί [[κάποιος]] να ψαύσει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἁπτός:''' -ή, -όν, αυτός που υπόκειται στην [[αίσθηση]] της [[αφής]], που μπορεί [[κάποιος]] να ψαύσει, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁπτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[осязаемый]] ([[ὁρατός]] καὶ ἁ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[осязательный]], [[осязающий]] (τὸ γευστόν ἐστιν ἁπτόν τι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[ощутительный]], [[заметный]] (διαφοραί Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπτός Medium diacritics: ἁπτός Low diacritics: απτός Capitals: ΑΠΤΟΣ
Transliteration A: haptós Transliteration B: haptos Transliteration C: aptos Beta Code: a(pto/s

English (LSJ)

ἁπτή, ἁπτόν, (ἅπτω)
A tangible, ὁρατὰ ἢ ἁπτὰ σώματα Pl.R.525d, cf. Ti. 32b, al., Arist.de An.424a12, Thphr.Od.64, etc.
II ἁπτά· φάρμακα, Hsch.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que se puede tocar, tangible ὁρατὰ ἢ ἁ. σώματα Pl.R.525d, οὐρανὸν ὁρατὸν καὶ ἁπτόν Pl.Ti.32b, ἡ ἀφὴ τοῦ ἁπτοῦ καὶ ἀνάπτου Arist.de An.424a12, cf. Plot.4.5.4 (φαντασίαι) ἁπταὶ ... οὐκ οὖσαι Epicur.Fr.[72] 13, ἁπτὰ καὶ ὁρατὰ μιμήματα Plu.2.765a, τῶν ἁπτῶν ποιοτήτων ... καθάπερ γε καὶ τῶν γευστῶν Gal.8.115, cf. Porph.Abst.1.33, Thphr.Od.64, Diog.Oen.122.2.3
neutr. como adv. tangiblemente Plu.2.38a.
2 ἁπτά· φάρμακα Hsch.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tangible, palpable.
Étymologie: ἅπτω¹.

Russian (Dvoretsky)

ἁπτός:
1 осязаемый (ὁρατός καὶ ἁ. Plat.);
2 осязательный, осязающий (τὸ γευστόν ἐστιν ἁπτόν τι Arst.);
3 ощутительный, заметный (διαφοραί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁπτός: -ή, -όν, (ἅπτω) ὁ εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ἁφῆς ὑποπίπτων, τὸ τοῦ Κικέρωνος tractabilis, ὁρατὰ καὶ ἁπτὰ σώματα Πλάτ. Πολ. 525D, πρβλ. Τίμ. 32Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2.11, 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀπτός, -ή, -όν) άπτω
ο χειροπιαστός, ο ψηλαφητός.

Greek Monotonic

ἁπτός: -ή, -όν, αυτός που υπόκειται στην αίσθηση της αφής, που μπορεί κάποιος να ψαύσει, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἅπτω
subject to the sense of touch, Plat.

English (Woodhouse)

tangible, that may be touched

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)