ἐμφανιστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν → in the fact that there is no rain to speak of at the usual season for rain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=emfanistikos
|Transliteration C=emfanistikos
|Beta Code=e)mfanistiko/s
|Beta Code=e)mfanistiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[declaratory]], λόγος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>414e</span>; [[expressive]], Longin.31.1 (Comp.): c. gen., Porph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>3.11</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>350</span>; <b class="b3">τὸ -κὸν αὐτόθεν ἔχειν</b>, of names which carry their own [[meaning]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>34</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> v. [[ἐμφανίσιμα]]. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">-κόν, τό</b>, [[deposit paid on laying an information]], PMasp.89.5 (vi A.D.).</span>
|Definition=ἐμφανιστική, ἐμφανιστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[declaratory]], λόγος Pl.''Def.''414e; [[expressive]], Longin.31.1 (Comp.): c. gen., Porph. ap. Eus.''PE''3.11, Dam.''Pr.''350; <b class="b3">τὸ ἐμφανιστικὸν αὐτόθεν ἔχειν</b>, of names which carry their own [[meaning]], Ptol.''Tetr.''34.<br><span class="bld">II</span> v. [[ἐμφανίσιμα]].<br><span class="bld">2</span> [[ἐμφανιστικόν]], τό, [[deposit paid on laying an information]], PMasp.89.5 (vi A.D.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0819.png Seite 819]] ή, όν, kundmachend, erklärend; Plat. defin. 414 e; Longin. 31, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0819.png Seite 819]] ή, όν, kundmachend, erklärend; Plat. defin. 414 e; Longin. 31, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμφᾰνιστικός:''' [[показывающий]], [[доказывающий]] (διὰ προγιγνωσκομένων Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμφανιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλωτικός]], [[βεβαιωτικός]]<br /><b>2.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμφανιστικόν</i><br />α) η [[ιδιότητα]] ενός ονόματος ή γενικώς λέξεως να έχει ολοφάνερη [[σημασία]]<br />β) χρηματική [[καταβολή]] με την [[κατάθεση]] μηνύσεως<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ἐμφανιστικά</i><br />[[εμφανίσιμα]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμφανιστικός]], -ή, -όν)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλωτικός]], [[βεβαιωτικός]]<br /><b>2.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμφανιστικόν</i><br />α) η [[ιδιότητα]] ενός ονόματος ή γενικώς λέξεως να έχει ολοφάνερη [[σημασία]]<br />β) χρηματική [[καταβολή]] με την [[κατάθεση]] μηνύσεως<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ἐμφανιστικά</i><br />[[εμφανίσιμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμφᾰνιστικός:''' [[показывающий]], [[доказывающий]] (διὰ προγιγνωσκομένων Plat.).
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφανιστικός Medium diacritics: ἐμφανιστικός Low diacritics: εμφανιστικός Capitals: ΕΜΦΑΝΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emphanistikós Transliteration B: emphanistikos Transliteration C: emfanistikos Beta Code: e)mfanistiko/s

English (LSJ)

ἐμφανιστική, ἐμφανιστικόν,
A declaratory, λόγος Pl.Def.414e; expressive, Longin.31.1 (Comp.): c. gen., Porph. ap. Eus.PE3.11, Dam.Pr.350; τὸ ἐμφανιστικὸν αὐτόθεν ἔχειν, of names which carry their own meaning, Ptol.Tetr.34.
II v. ἐμφανίσιμα.
2 ἐμφανιστικόν, τό, deposit paid on laying an information, PMasp.89.5 (vi A.D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1demostrativo λόγος Pl.Def.414e.
2 significativo, indicativo ὁ ἰδιωτισμὸς ... παρὰ πολὺ ἐμφανιστικώτερον Longin.31.1, c. gen. τῆς ἰσχύος Porph.Fr.359.33, cf. Dam.in Prm.350 (p.143), S.E.M.1.105
subst. τὸ ἐ. el significado τό τε αἴτιον καὶ τὸ ἐ. Ptol.Tetr.1.13.5.
II admin., subst. plu. τὰ ἐμφανιστικά tasa por la presentación de una notificación de denuncia, PMasp.32.42 (VI d.C.), Iust.Nou.56 (tít.).

German (Pape)

[Seite 819] ή, όν, kundmachend, erklärend; Plat. defin. 414 e; Longin. 31, 1.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφᾰνιστικός: показывающий, доказывающий (διὰ προγιγνωσκομένων Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφᾰνιστικός: -ή, -όν, ἐνδεικτικός, δηλωτικός, λόγος ἐμφανιστικὸς διὰ προγινωσκομένων Πλάτ. Ὅροι 414Ε· ἐκφραστικός, Λογγῖνος π. Ὕψ. 81. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμφανιστικός, -ή, -όν)
αρχ.
1. δηλωτικός, βεβαιωτικός
2. εκφραστικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφανιστικόν
α) η ιδιότητα ενός ονόματος ή γενικώς λέξεως να έχει ολοφάνερη σημασία
β) χρηματική καταβολή με την κατάθεση μηνύσεως
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ἐμφανιστικά
εμφανίσιμα.