ἑκατονταρχία: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekatontarchia | |Transliteration C=ekatontarchia | ||
|Beta Code=e(katontarxi/a | |Beta Code=e(katontarxi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[post of a centurion]], Onos.34.2(pl.), D.C.78.5.<br><span class="bld">II</span> [[centurion's command]], [[century]], J.''BJ''3.6.2, Ph.2.33 (pl.).<br><span class="bld">2</span> [[body of]] 128 [[light-armed troops]], Ascl.''Tact.''6.3, etc. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A post of a centurion, Onos.34.2(pl.), D.C.78.5.
II centurion's command, century, J.BJ3.6.2, Ph.2.33 (pl.).
2 body of 128 light-armed troops, Ascl.Tact.6.3, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
milit.
1 compañía ligera de infantería compuesta por 128 hombres, Ascl.Tact.6.3.
2 centuria διανείμας εἰς ἑκατονταρχίας Ph.2.33, esp. en el ejército rom.: I.BI 3.117, D.H.9.10.2, PStras.647.10 (II d.C.), ἀκτάριος σπείρης ... ἑκατονταρχίας Ἀπολιναρίου BGU 741.5 (II d.C.), στρατιώτης λεγιῶνος ... ἑκατονταρχίας Αἰμιλίου Ἀμμωνίου PSI 704.4 (II d.C.), στρατιώτης χώρτης ᾱ Λυ(σι)τα[νῶν] (ἑκατονταρχίας) Σερήνου El Kanaïs 59.bis.3 (II d.C.), cf. SB 8514.9 (Talmis I d.C.), Koptos 52.6 (I d.C.).
3 centurionazgo, cargo de centurión Onas.34.2, D.C.78.5.3.
German (Pape)
[Seite 752] ἡ, 1) das Amt des Centurio, D. Cass. 78, 5. – 2) die Centurie, D. Cass. 48, 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτονταρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἑκατοντάρχου, Δίων Κ. 78. 5. ΙΙ. ἑκατοντὰς στρατιωτῶν, λόχος ἐξ ἑκατὸν ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. 48. 42.
Greek Monolingual
η (AM ἑκατονταρχία)
1. το έργο ή αξίωμα του εκατόνταρχου
2. η διάρκεια της εξουσίας, η θητεία του εκατόνταρχου
3. υποδιαίρεση τών αρχαίων Ρωμαίων, στρατιωτική ή πολιτική, η οποία αποτελείται από εκατό στρατιώτες, πολίτες ή οικογένειες
αρχ.
λόχος από εκατό στρατιώτες.