καλλικόμας: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m. dor. c.</i> [[καλλίκομος]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m. dor. c.</i> [[καλλίκομος]].
}}
{{elnl
|elnltext=καλλικόμας &#91;[[καλός]], [[κόμη]]] adj., met mooi haar.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλῐκόμᾱς:''' adj. m дор. Eur. = [[καλλίκομος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλικόμας:''' ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.
|lsmtext='''καλλικόμας:''' ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλῐκόμᾱς:''' adj. m дор. Eur. = [[καλλίκομος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-κόμας, ου, = [[καλλίκομος]], Eur.]
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-κόμας, ου, = [[καλλίκομος]], Eur.]
}}
}}

Latest revision as of 13:57, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλικόμας Medium diacritics: καλλικόμας Low diacritics: καλλικόμας Capitals: ΚΑΛΛΙΚΟΜΑΣ
Transliteration A: kallikómas Transliteration B: kallikomas Transliteration C: kallikomas Beta Code: kalliko/mas

English (LSJ)

ὁ, = καλλίκομος (beautiful-haired, with beautiful foliage), πλόκαμος E. IA 1080 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m. dor. c. καλλίκομος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλικόμας [καλός, κόμη] adj., met mooi haar.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐκόμᾱς: adj. m дор. Eur. = καλλίκομος.

Greek (Liddell-Scott)

καλλικόμας: ὁ, καλλίτριχος, καλλικόμαν πλόκαμον Εὐρ. Ι. Α. 1080.

Greek Monolingual

καλλικόμας, ὁ (Α)
ο καλλίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κόμας (< κόμη), πρβλ. ηλιοκόμας, στραβαλοκόμας].

Greek Monotonic

καλλικόμας: ὁ, = το επόμ., σε Ευρ.

Middle Liddell

καλλι-κόμας, ου, = καλλίκομος, Eur.]