κοσμοφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $2$4, $7$9")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kosmofthoros
|Transliteration C=kosmofthoros
|Beta Code=kosmofqo/ros
|Beta Code=kosmofqo/ros
|Definition=ον, [[destroying the world]], AP11.270.
|Definition=κοσμοφθόρον, [[destroying the world]], AP11.270.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait périr l'univers.<br />'''Étymologie:''' [[κόσμος]], [[φθείρω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui fait périr l'univers]].<br />'''Étymologie:''' [[κόσμος]], [[φθείρω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>die Welt [[vernichtend]], [[weltzerstörend]]</i>, [[βασιλεύς]] Byz. anath. 16 (XI.270).
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμοφθόρος:''' ὁ [[разрушитель мира]] (βασιλεῦς Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοσμοφθόρος]], -ον (ΑM)<br />αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, τους ανθρώπους («τὸν λέοντα τὸν κοσμοφθόρον» — τον λέοντα [της Νεμέας] ο [[οποίος]] κατέτρωγε τους ανθρώπους, Γ. Πισίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοσμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), [[πρβλ]]. [[δημο]]-[[φθόρος]], <i>ψυχο</i>-[[φθόρος]].
|mltxt=[[κοσμοφθόρος]], -ον (ΑM)<br />αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, τους ανθρώπους («τὸν λέοντα τὸν κοσμοφθόρον» — τον λέοντα [της Νεμέας] ο [[οποίος]] κατέτρωγε τους ανθρώπους, Γ. Πισίδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοσμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), [[πρβλ]]. [[δημοφθόρος]], [[ψυχοφθόρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοσμοφθόρος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, σε Ανθ.
|lsmtext='''κοσμοφθόρος:''' -ον ([[φθείρω]]), αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμοφθόρος:''' ὁ [[разрушитель мира]] (βασιλεῦς Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοσμο-[[φθόρος]], ον [[φθείρω]]<br />[[destroying]] the [[world]], Anth.
|mdlsjtxt=κοσμο-[[φθόρος]], ον [[φθείρω]]<br />[[destroying]] the [[world]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 07:48, 9 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοφθόρος Medium diacritics: κοσμοφθόρος Low diacritics: κοσμοφθόρος Capitals: ΚΟΣΜΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: kosmophthóros Transliteration B: kosmophthoros Transliteration C: kosmofthoros Beta Code: kosmofqo/ros

English (LSJ)

κοσμοφθόρον, destroying the world, AP11.270.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait périr l'univers.
Étymologie: κόσμος, φθείρω.

German (Pape)

die Welt vernichtend, weltzerstörend, βασιλεύς Byz. anath. 16 (XI.270).

Russian (Dvoretsky)

κοσμοφθόρος:разрушитель мира (βασιλεῦς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοφθόρος: -ον, ὁ φθείρων, καταστρέφων τὸν κόσμον, Ἀνθ. Π. 11. 270.

Greek Monolingual

κοσμοφθόρος, -ον (ΑM)
αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, τους ανθρώπους («τὸν λέοντα τὸν κοσμοφθόρον» — τον λέοντα [της Νεμέας] ο οποίος κατέτρωγε τους ανθρώπους, Γ. Πισίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημοφθόρος, ψυχοφθόρος.

Greek Monotonic

κοσμοφθόρος: -ον (φθείρω), αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, σε Ανθ.

Middle Liddell

κοσμο-φθόρος, ον φθείρω
destroying the world, Anth.